Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Μακεδονικὸν Ζήτημα, Σύντομος Ἱστορία...


Μακεδονία 1849



   Ἡ Mακεδονία μὲ τὴν τόσο σημαντικὴ γεωγραφικὴ θέση ἦταν πάντα σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες ἓνα ἐπίμαχο θέμα· καὶ γι’ αὐτὸ χρειάστηκαν σκληροὶ καὶ αἱματηροὶ ἀγῶνες γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἑλληνικότητάς της. Tελευταῖος σκληρὸς ἀγώνας διεξήχθη στὶς ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰῶνα καὶ ἦταν ἕνας διμέτωπος ἀγώνας τόσο ἐναντίον τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας ὅσο καί ἐναντίον τοῦ Βούλγαρου διεκδικητῆ. 
Ἦταν τότε ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Mακεδονίας μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὰ πιὸ διορατικὰ παιδιά του, ἔγραψε χρυσὲς σελίδες δόξας καὶ μεγαλείου, ἦταν τὸ ἔπος τοῦ Mακεδονικοῦ Ἀγώνα. Oἱ Mακεδονομάχοι μὲ τὴν εἰλικρινή τους πίστη στὰ μεγάλα ἰδανικὰ ἀξιώθηκαν νὰ ὑψωθοῦν ὡς τὴ σφαῖρα τοῦ μύθου καὶ τὴν πίστη τους αὐτὴ τὴ σφράγισαν, μὲ τὸν θάνατό τους· εἶχαν ἢδη ἀντικρίσει κατάματα τὸν θάνατο καὶ δὲν λογάριαζαν τὴ ζωή. Στὰ ἀπομνημονεύματα καὶ τὰ ἡμερολόγιά τους, ὁ θάνατος δὲν φαντάζει ἐπισκέπτης, ἀλλὰ σύντροφος καθημερινός…

   Τὸ (σημερινόν) κράτος τῶν Σκοπείων ἱδρύθηκε τὸ 1944 καὶ διὰ πρώτην φορὰν μὲ τὸ ὄνομα «Μακεδονία». Πράγματι, μέχρι τὸ 1913 ὁ ὅρος «Μακεδονία» δὲν ὑπῆρχεν εἰς τὴν Ὀθωμανικὴν Αὐτοκρατορίαν, ὡς ἔννοια κρατική. Ὁ χῶρος τῆς Μακεδονίας ἦτο διηρημένος εἰς δύο βιλαέτια (νομούς), τὸ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τὸ τοῦ Μοναστηρίου. Εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ἤδρευεν καὶ ὁ Γενικὸς Διοικητὴς τῶν δύο βιλαετίων Χιλμῆ Πασᾶς. 
Μετὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, οἱ ὁποῖοι ἐτερματίσθησαν διὰ τῆς συνθήκης τοῦ Βουκουρεστίου, ἡ περιοχή, ἡ ὁποία καλύπτεται σήμερον ὑπὸ τοῦ κράτους τῶν Σκοπείων, εἶχεν ὀνομασθῇ ὑπὸ τῶν Σέρβων, εἰς τὸ Βασίλειον τῶν ὁποίων εἶχε περιέλθῇ μὲ τὴν ὡς ἄνω συνθήκην (τοῦ Βουκουρεστίου), Vardarska Banovina, δηλαδή «Διοίκησις Ἀξιοῦ».




Vardarska Banovina


   Μετὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον εἰς τὸ Βασίλειον τῆς Σερβίας παρεχωρήθησαν αἱ πρώην ἐπαρχίαι τῆς Αὐστροουγγρικῆς Μοναρχίας, Βοσνία, Ἐρζεγοβίνη, Κροατία καὶ Σλοβενία καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ Βασίλειον τῆς Σερβίας, ὡς ἑνιαῖον κράτος μετωνομάσθη εἰς Βασίλειον Σέρβων, Κροατῶν καὶ Σλοβένων. Τὸ 1928 τὸ Βασίλειον αὐτὸ τῶν Σέρβων-Κροατῶν καὶ Σλοβένων μετωνομάσθη ὑπὸ τοῦ Βασιλέως Ἀλεξάνδρου [ὁ ὁποῖος τὸ 1934 ἐδολοφονήθη εἰς τὴν Μασσαλίαν, κατὰ τὴν διάρκειαν ἐπισήμου ἐπισκέψεως, ὑπὸ Κροατῶν αὐτονομιστῶν (Tsetniks)], εἰς Βασίλειον τῆς Νοτιοσλαυΐας (Jugoslavia), χωρὶς νὰ ἐπέλθουν ἀλλαγαὶ ὀνομασίας εἰς τὴν ἐσωτερικὴν διοίκησιν. 
Τοιουτοτρόπως, ἕως τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 1941, ὅτε τὸ Βασίλειον τῆς Γιουγκοσλαυΐας κατελήφθη ὑπὸ τῶν Γερμανῶν καὶ διεμελίσθη εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἡ μὲν Κροατία καὶ Σλοβενία ἀνεκηρύχθησαν ἀνεξάρτητα κράτη, ἡ λεγομένη ὅμως Vardarska Banovina (Διοίκησις Ἀξιοῦ) ἀφηρέθη ἐκ τῆς Σερβίας καὶ παρεχωρήθη εἰς τὴν σύμμαχον τῶν Γερμανῶν Βουλγαρίαν, ἐνσωματωθεῖσα εἰς τὸ βουλγαρικὸν κράτος, ὡς ἁπλὴ ἐπαρχία. Μετὰ τὴν κατάρρευσιν τῆς Γερμανίας, τὸ 1944, ἡ Γιουγκοσλαυΐα ἐπανῆλθεν εἰς τὰ σύνορα, τὰ ὁποῖα εἶχε πρὸ τοῦ 1941, ἀλλ’ οὐχὶ πλέον ὡς ἑνιαῖον Βασίλειον, ἀλλ’ ὡς Συνομοσπονδία Λαϊκῶν Σοσιαλιστικῶν Δημοκρατιῶν ἡ ὁποία περιελάμβανε τὰς μνημονευθείσας ἐπαρχίας (Σερβίαν, Κροατίαν, Σλοβενίαν, Μαυροβούνιον κ.λπ.) τοῦ προπολεμικοῦ Βασιλείου τῆς Γιουγκοσλαυΐας, ἀλλ’ ὑπὸ μορφὴν πλέον Λαϊκῶν Δημοκρατιῶν.

   Ἡ μόνη ἀλλαγή, ἡ ὁποία ἐπῆλθε, συνίστατο εἰς τὸ ὅτι ἡ περιοχὴ τῆς Διοικήσεως Ἀξιοῦ (Vardarska Banovina), ἡ ὁποία ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς ἡττηθείσης Βουλγαρίας (ὡς συμμάχου τῆς Γερμανίας, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχεν παραχωρηθῆ ὑπὸ τῶν Γερμανῶν) εἰς τὴν Γιουγκοσλαυΐαν δὲν ἀπετέλει πλέον εἰδικωτέραν ἐπαρχίαν τῆς Σερβίας, ἀλλ’ ἴδιον ὁμόσπονδον κράτος ἐντὸς τῆς νέας Γιουγκοσλαυϊκῆς Λαϊκῆς Συνομοσπονδίας. 
Ἡ περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ κράτους δὲν ἔχει εἰμὴ ἐλαχίστην σχέσιν πρὸς τὴν πραγματικὴν (τὴν ἱστορικήν) Μακεδονίαν. Πράγματι, ἄν ἐξαιρέσῃ τις τὰς κατὰ μῆκος τῶν ἑλληνικῶν συνόρων εὐρισκομένας περιοχὰς τῆς Πελαγονίας (Μοναστηρίου), Μοριχόβου καὶ Στρωμνίτσης, ἡ ὑπόλοιπος περιοχὴ ἐκαλεῖτο Παιονία, ἡ ὁποία κατεκτήθη ὑπὸ τοῦ Φιλίππου, ἀλλ’ οὐδέποτε ἐγένετο γνωστὴ ὡς Μακεδονία (βλ. τὸν Miller, ἐφημερίδα Chronicle (τῆς 17.2.94) τοῦ San Francisco ὁ ὁποῖος μάλιστα γράφει ὅτι καὶ ἡ Περσία ἢ ἡ Αἴγυπτος ποὺ ἦσαν ἄλλες μακεδονικὲς ἑλληνικὲς κατακτήσεις δὲν ὠνομάστηκαν ποτὲ ἔτσι καὶ ὅτι ὁ Τίτο ἐχρησιμοποίησε τὸν μῦθον τῆς Μακεδονίας πρὸς βορρᾶν τῶν βουνῶν Μπάμπουνα καὶ Ὄρβηλο ὥστε νὰ δικαιολογήσῃ τὴν «ἐπανένωση» τῆς Μακεδονίας). 

   Οἱ περὶ «Μακεδονίας» ἰσχυρισμοὶ τῶν Σκοπειανῶν ἐκτείνονται (ἀναδρομικῶς!) μέχρι τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τοῦ ὁποίου τὴν ἑλληνικότητα ἀμφισβητοῦν. Ἐν τούτοις οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται ὅτι κατῆλθον εἰς τὴν Χερσόνησον τοῦ Αἵμου τὸν 6ον μ.Χ. αἰῶνα. Συνεπῶς, ὁ Μ. Ἀλέξανδρος χρονικῶς δὲν ἐμπίπτει εἰς τὴν ἱστορίαν των. Οὗτοι ὅμως μὴ δυνάμενοι διὰ τὸν λόγον αὐτὸν νὰ τὸν ἐγκλωβίσουν εἰς αὐτὴν προσπαθοῦν νὰ τὸν… ἀφελληνίσουν. Ἰσχυρίζονται λοιπὸν ὅτι οἱ Μακεδόνες δὲν ἦσαν Ἕλληνες, ἀλλὰ γόνοι Θρακῶν, Ἰλλυριῶν κ.λπ. Ἔφθασαν μάλιστα ὡρισμένοι μέχρι σημείου νὰ γράψουν ὅτι κατὰ τὰς ἀνασκαφὰς εἰς τὴν Βεργίναν ἀνεκαλύφθησαν ἐπιγραφαὶ εἰς «μακεδονικὴν» γλῶσσαν, τὰς ὁποίας ὅμως οἱ Ἕλληνες ἀπέκρυψαν! 
Διὰ τὴν ἱστορίαν σημειῶ ὅτι εἰς τὸ Ἐθνικὸν Κέντρον τῶν Ἀθηνῶν ὑπάρχουν πέντε χιλιάδες ἐπιγραφαὶ τῆς Μακεδονίας καὶ μεταξὺ αὐτῶν οὔτε μία εἶναι εἰς τὴν λεγομένην «μακεδονικὴν» γλῶσσαν. Σημειῶ ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ πρὸ πολλοῦ ἔχει λήξει.



 Vardarska Banovina


   Μεγάλοι ἱστορικοὶ ὅπως π.χ. ὁ Johan Gustav Droysen, εἰς τὸ κλασσικὸν ἔργον του «Ἱστορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου» (Μετάφρασις, εἰσαγωγή, σχόλια Ρένος Ἡρακλῆ Ἀποστολίδης), Τράπεζα Πίστεως, Ἀθῆναι 1988, τὸ ἔχει ἐκκαθαρίσει ἤδη ἀπὸ τοῦ προπαρελθόντος αἰῶνος [βλ. καὶ Otto Abel, Macedonien vor König Philipp, Leipzig 1847, σ. 116, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος εἰς τὸ ἐκ τῆς ρητορικῆς τοῦ Δημοσθένους ἐπιχείρημα περὶ βαρβάρων Μακεδόνων γράφει «αἱ τοῦ Δημοσθένους κατὰ τῶν Μακεδόνων ἐκφράσεις προελθοῦσαι ἐκ κομματικοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἔχουν ὡς πρὸς τὴν ἱστορικὴν ἔρευναν μικράν, ὡς πρὸς δὲ τὴν ἐθνολογικὴν οὐδεμίαν σημασίαν»· βλ. ἀποφασιστικώτερον τὴν παγκοσμίως καὶ ἐγκύρως γνωστὴν Real Enzyclopädie der Klassischen Altertumswissenschaft, τόμ. XIV, 1, Stuttgard 1928, art. «Makedonia», P. Ställin, ὑπὸ VI, «Volkstum und Sprache der Makedonen», ἡ ὁποία καταλήγει εἰς τὸ ὅτι οἱ Μακεδόνες «griechischer Volksstamm waren» (Οἱ Μακεδόνες ἦσαν ἑλληνικοῦ γένους)]. 

   Ἔχει γίνει ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως ἡ ρῆσις τοῦ Πλουτάρχου, ὅτι οἱ στρατιῶται τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ὡμίλουν «τὴν μακεδονικὴν γλῶσσαν» (καὶ ὡς πρὸς τὸ σημεῖον τοῦτο διεχωρίζοντο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ἀποικιστὰς (sic) (!!). Λησμονεῖται ὅτι εἰς τὴν στρατιὰν τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου δὲν ὑπηρέτουν μόνον Μακεδόνες, ἀλλὰ καὶ Θεσσαλοὶ καὶ ἄλλοι Ἕλληνες («πλὴν Λακεδαιμονίων»). Πῶς καθίστατο δυνατὸν ὅλοι αὐτοὶ νὰ συνεννοοῦνται; 
Σημειῶ ἁπλῶς ὅτι, ὡς ἱστορεῖ ὁ πρῶτος, ὁ Ἀλέξανδρος, μετὰ τὴν μάχην τοῦ Γρανικοῦ, ἠρνήθη νὰ ἀπελευθέρωσῃ τοὺς συλληφθέντες ὡς αἰχμαλώτους Ἕλληνας μισθοφόρους τῶν Περσῶν μὲ τὴν δήλωσιν ὅτι αὐτοὶ «παρὰ τὰ κοινῇ δόξαντα τοῖς Ἕλλησι» (δηλ. παρὰ τὰ ἀπὸ κοινοῦ ἀποφασισθέντα ὑπὸ πάντων τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸ πανελλήνιον συνέδριον τῆς Κορίνθου, τὸ ὁποῖον ἀνέδειξεν ἀρχιστράτηγον τῶν Ἑλλήνων διὰ τὴν διεξαγωγὴν τοῦ κατὰ τῶν Περσῶν πολέμου τὸν Φίλιππον καὶ μετὰ τὴν δολοφονίαν αὐτοῦ τὸν Ἀλέξανδρον), «Ἕλληνες ὄντες ἐνάντια τῇ Ἑλλάδι ὑπὲρ τῶν βαρβάρων ἐμάχοντο» [ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος (δηλ. τῶν Μακεδόνων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐν προκειμένῳ ἐκπροσωποῦντες τὴν Ἑλλάδα), ἐμάχοντο]. 
Ἐκ τούτων πιστοποιεῖται σαφῶς ἡ ἑλληνικότης τῶν Μακεδόνων, ἐὰν ὑπῆρχε λόγος, φυσικά, αὐτὴ νὰ ἀποδειχθῇ [γνωστὴ εἶναι ἄλλωστε καὶ ἡ μετὰ τὴν μάχην τοῦ Γρανικοῦ ἀποστολὴ εἰς τὰς Ἀθήνας (τὸ κέντρον τοῦ Ἑλληνισμοῦ), καὶ οὐχὶ εἰς τὴν Πέλλαν, τριακοσίων περσικῶν ἀσπίδων ὡς ἀνάθημα εἰς τὴν Ἀθηνᾶν μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων, ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν οἰκούντων»]. 

   Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Τουρκοκρατίας, τὴν πρὸ τοῦ βουλγαρικοῦ σχίσματος τοῦ 1871, οἱ Σλαυόφωνοι (Βουλγαρόφωνοι ἐλέγοντο) ἦσαν Πατριαρχικοί. Μετὰ τὸ σχίσμα ὡρισμένοι προσεχώρησαν εἰς τὴν Βουλγαρικὴν Ἐξαρχίαν. Καὶ αὐτοὶ ὅμως δὲν ἀπεκαλοῦντο «Μακεδόνες», ἀλλὰ Βούλγαροι. Ἐλέχθησαν ἤδη ἀρκετὰ προηγουμένως ὡς πρὸς τὴν στάσιν αὐτῶν κατὰ τὸν Μακεδονικὸν Ἀγῶνα [βλ. καὶ ἀπομνημονεύματα τοῦ βοεβόδα (ὁπλαρχηγοῦ) Πάντο Κλιᾶσεφ, ἐμφανισθέντα τὸ 1925, ὁ ὁποῖος καταλογίζει εἰς αὐτοὺς τὴν ἀποτυχίαν τῶν προσπαθειῶν τοῦ Βουλγαρικοῦ Κομιτάτου κατὰ τὸν ἀγώνα αὐτόν. 
Ὁ μέγας φίλος τῶν Βουλγάρων Ρῶσσος Golubinsky, «Ὑπομνήματα ἐπὶ τῆς ἱστορίας τῆς Βουλγαρικῆς, Σερβικῆς, Ρουμανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Μόσχα 1871, τὴν ἐποχὴν τοῦ βουλγαρικοῦ σχίσματος εἶχε γράψει περὶ αὐτῶν ὅτι «οἱ δῆθεν αὐτοὶ Ἕλληνες ἔτρεφον ἐναντίον παντὸς ὅ,τι ἦτο βουλγαρικὸν ἢ σλαυϊκὸν μίσος πλέον ἀδυσώπητον καὶ περιφρόνησιν πλέον ἔντονον ἀπὸ ὅσην ἔτρεφον κατ’ αὐτοῦ οἱ πραγματικοὶ Ἕλληνες». 

   Μετὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον, τὸ 1924, διὰ τῆς ἑλληνοβουλγαρικῆς συνθήκης, γνωστῆς ὡς συμφωνίας Καφαντάρη-Μολῶφ, «Περὶ ἑκουσίας ἀνταλλαγῆς πληθυσμῶν», ὅσοι ἠσθάνοντο Βούλγαροι μετηνάστευσαν εἰς Βουλγαρίαν (καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐν ὅλῳ 60.000) καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐξεκαθαρίσθη τὸ πεδίον. Οἱ ἐναπομείναντες ἦσαν ἀκριβῶς οἱ Ἕλληνες Σλαυόφωνοι (οἱ γραικομάνοι) αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἐσήκωσαν τὸ βάρος τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Πιθανὸν νὰ παρέμειναν καὶ ὡρισμένοι βουλγαρικῆς συνειδήσεως, λόγῳ περιουσιακῶν στοιχείων ἢ ἄλλων λόγων, ἀλλ’ αὐτοί, ὡς ἀριθμός, εἶναι ἀσήμαντοι. 
Ἤδη ὁ Ἐρρῖκος Μοργκεντάου, Ἐπόπτης Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Προσφύγων τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, εἰς βιβλίον γραφὲν ὑπ’ αὐτοῦ ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἐστάλην εἰς τὰς Ἀθήνας», ἔγραψεν: «ὅταν ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Βούλγαροι, ἡ Μακεδονία ἔμεινεν ἀμιγὴς ἑλληνικὴ περιοχὴ καὶ τότε ἔμειναν, ὅπως καὶ τώρα ὑπάρχουν εἰς τὰ βόρεια σύνορα τῆς Μακεδονίας, κάτοικοι ποὺ ὡμίλουν καὶ ὁμιλοῦν παραλλήλως πρὸς τὴν ἑλληνικὴν καὶ ἕνα τοπικὸν προφορικὸν σλαυόφωνον ἰδίωμα, ἀλλ’ αὐτοὶ ἦσαν καὶ εἶναι Ἕλληνες»…

Βιβλιογραφία  
«Σύντομος ἱστορία τοῦ Mακεδονικοῦ Zητήματος», Kωνσταντῖνος Bαβοῦσκος 
«Μακεδονικὸς Ἀγῶν. 100 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Παύλου Μελᾶ», Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 12-13 Νοεμβρίου 2004, Θεσσαλονίκη 2006, 8ο, σελ. 281

Χάρτης Μακεδονίας
Τμῆμα χάρτη: History Map of the Ancient Balkans, Macedonia, Thracia (Thrace), Illyria, Moesia and Dacia. 
From A Classical Atlas to Illustrate Ancient Geography by Alexander G. Findlay, Harper and Brothers Publishers, New York, 1849.
Perry-Castañeda Library Map Collection, The University of Texas at Austin.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου