Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Φιλόστρατος, «Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον»...




   Ὁ Δάμις ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἀπολλώνιου καὶ ἔγραψε σχετικὰ γιὰ τὶς περιοδεῖες του, στὶς ὁποῖες λέει πῶς τὸν συνόδευσε κι ὁ ἴδιος. Ἐπίσης ἔγραψε γιὰ τὶς γνῶμες, τὶς ὀμιλίες καὶ τὶς προβλέψεις τοῦ Ἀπολλώνιου. Τὶς σημειώσεις αὐτὲς τοῦ Δάμιδος τὶς ἔδωσε ἕνας συγγεννής του στὴν αὐτοκράτειρα Ἰουλία Δόμνα, σύζυγο τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου, ἡ ὁποία ἀνέθεσε στὸν Φιλόστρατο νὰ τὶς ἀντιγράψῃ καὶ νὰ τοὺς δώσῃ ὕφος λογοτεχνικό γιατὶ ὁ Δάμις τὶς εἶχε καταγράψει μὲ σαφήνεια μέν, ἀλλὰ χωρὶς δεξιοτεχνία.



   Ἡ παρακάτω συζήτησις ἔγινε μεταξὺ τοῦ Ἀπολλώνιου καὶ τοῦ Δάμιδος στὸν Καύκασο. Καὶ φυσικὰ δὲν μπορῶ νὰ παραλείψω τὴν ἀναφορὰ τους γιὰ τοὺς «τετραπήχεις» καὶ «πενταπήχεις» ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν στὴν διαδρομή τους…

«IV. Παραμείψαντες δὲ τὸν Καύκασον τετραπήχεις ἀνθρώπους ἰδεῖν φασιν, οὓς ἤδη μελαίνεσθαι, καὶ πενταπήχεις δὲ ἑτέρους ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἐλθόντες…[…]

ΜΤΦ. IV. Ἀφοὺ πέρασαν τὸν Καύκασον, λένε (ὁ Ἀπολλώνιος καὶ ὁ Δάμις) πῶς εἶδαν ἀνθρώπους τέσσερις πήχεις ψηλοὺς μὲ σκοῦρο δέρμα. Μόλις πέρασαν τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν, εἶδαν ἄλλους, πέντε πήχεις ψηλούς…[…].

   Διαβάζοντας τὸ βιβλίο δὲν μποροῦσα νὰ μὴν προσέξω τὰ Ἑλληνικὰ Ἴχνη ποὺ συναντοῦσαν καὶ συνεχῶς ἀνέφεραν. Ὁ Διόνυσος καὶ ὁ Ἡρακλῆς εἶχαν ἀφήσει τὰ σημάδια τους στὶς περιοχὲς καὶ στοὺς λαοὺς ποὺ συνάντησαν. Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα ἀκουγόταν παντοῦ… Πραγματικὰ ἀξίζει νὰ διαβάσετε τὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο περιέχει καὶ τὴν ἀπόδοση στὴν νεοελληνική.







V. Καθῶς προχωροῦσαν πεζοὶ πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ἐπειδή ἦταν ἀπόκρημνη, ὁ Ἀπολλώνιος ρώτησε τὸν Δάμι: «Πές μου, ποῦ βρισκόμασταν χθές;» 
«Στὴν πεδιάδα», ἀπάντησε. 
«Καὶ ποῦ σήμερα, Δάμι;» 
«Στὸν Καύκασο, ἂν δὲν κάνω λάθος», ἀπάντησε.
«Πότε λοιπὸν ἤσουν κάτω;» ρώτησε ξανά. 
«Δὲν χρειάζεται νὰ ρωτᾶς», ἀπάντησε, «γιατὶ χθὲς περνούσαμε μέσα ἀπὸ τὴν κοιλάδα, ἐνὼ σήμερα εἴμαστε κοντὰ στὸν οὐρανό».
«Νομίζεις λοιπὸν, Δάμι», εἶπε, «πῶς χθὲς προχωρούσαμε χαμηλὰ ἐνὼ σήμερα ψηλά;» ρώτησε. 
«Ναί, μὰ τὸν Δία», ἀπάντησε, «ἐκτὸς βέβαια ἂν παραφρόνησα».
«Δὲν νομίζεις, Δάμι», εἶπε, «ὅτι καὶ στὶς πόλεις μπορεῖ κάποιος νὰ ἀποφεύγῃ τὶς λεωφόρους καὶ νὰ βαδίζῃ ὅπου οἱ λίγοι ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους;» 
«Δὲν εἶπα αὐτό», ἀπάντησε, «ἀλλὰ ὅτι χθὲς περνούσαμε ἀπὸ κωμοπόλεις μὲ ἀνθρώπους καὶ σήμερα ἀνεβαίνουμε σὲ τόπους ἀπρόσιτους καὶ θείους —ἀκοῦς βέβαια τί λέει ὁ ὁδηγός μας: οἱ βάρβαροι θεωροῦν τὸ βουνὸ κατοικία τῶν θεῶν».

   Λέγοντας αὐτὰ κοίταζε πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Ὃμως ὁ Ἀπολλώνιος τὸν ἐπανέφερε στὴν ἀρχικὴ ἐρώτηση καὶ τοῦ εἶπε: «Μπορεῖς νὰ μοῦ πῇς, Δάμι, τί κατάλαβες ἀπὸ τὸ θεῖο βαδίζοντας κοντὰ στὸν οὐρανό;» 
«Τίποτε», ἀπάντησε.
«Κι ὃμως ἔπρεπε», εἶπε, «ἀφοῦ στέκεσαι πάνω σ' αὐτὸν τὸν ἀπέραντον καὶ θεῖον μηχανισμόν, νὰ ἐκφέρῃς σαφέστερες γνῶμες γιὰ τὸν οὐρανόν, τὸν ἥλιον καὶ τὴ σελήνην, ποὺ καὶ μὲ τὸ ραβδί σου ἀκόμη θὰ μποροῦσες νὰ τὰ ἀγγίξῃς. Τόσο κοντὰ τους βρίσκεσαι».
«Ὅσα γνώριζα χθὲς γιὰ τὸ θεῖον», εἶπε, «γνωρίζω καὶ σήμερα καὶ δὲν διαμόρφωσα κάποια καινούριαν γνώμην».
«Ἐπομένως, Δάμι», εἶπε, «ἀκόμη κάτω βρίσκεσαι καὶ καθόλου δὲν ὡφελήθηκες ἀνεβαίνοντας ψηλά. Ἀπὸ τὸν οὐρανό ἀπέχεις ὅσο καὶ χθές. Ἦταν εὒλογη λοιπὸν ἡ ἀρχική μου ἐρώτηση, ἐνὼ ἐσὺ τὴν θεώρησες γελοία». 
«Κι ὅμως, Ἀπολλώνιε», εἶπε, «νόμιζα πῶς θὰ κατεβῷ σοφότερος, γιατὶ ἔχω ἀκούσει ὅτι ὁ Κλαζομένιος Ἀναξαγόρας ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ Μίμαντος στὴν Ἰωνία ἐρευνοῦσε τὰ οὐράνια καὶ ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Μυκάλη. Λένε ἀκόμη πῶς μερικοὶ χρησιμοποίησαν ὡς παρατηρητήριο τὸ Παγγαῖο καὶ ἄλλοι τὸν Ἄθω. Ἐγώ, ἂν καὶ ἀνέβηκα τόσο ψηλά, δὲν θὰ κατέβῳ καθόλου σοφότερος ἀπὸ πρίν».

«Οὔτε ἐκεῖνοι», εἶπε ὁ Ἀπολλώνιος, «ἔγιναν σοφότεροι, γιατὶ ἀπὸ τὰ σημεῖα ἐκεῖνα φαίνεται ὁ οὐρανὸς πιὸ γαλανὸς καὶ τὰ ἄστρα μεγαλύτερα καὶ ὁ ἥλιος ν' ἀνατέλλῃ ἀπ' τὴ νύχτα, πράγματα ποὺ εἶναι φανερὰ καὶ στοὺς βοσκοὺς προβάτων καὶ κατσικιῶν. Πῶς οἱ θεοὶ φροντίζουν, τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ πόσο χαίρονται γιὰ τὴ λατρεία ποὺ τοὺς ἀποδίδεται, τί εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ σωφροσύνη, αὐτὸ οὔτε ὁ Ἄθως οὔτε ὁ Ὄλυμπος, ποὺ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τοὺς ποιητές, μποροῦν νὰ τὸ φανερώσουν σὲ ὅσους ἀνεβαίνουν, ἂν ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ξεχωρίζῃ αὐτά, ἡ ὁποία, ἂν τὰ πλησιάσῃ καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη, μπορεῖ νὰ ξεπεράσῃ, θὰ ἔλεγα, ἀκόμη καὶ τὸν Καύκασο»… 



Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀπολλώνιου ἐδῶ! 
Τὸ βιβλίο τοῦ Φιλόστρατου μπορεῖτε νὰ τὸ διαβάσετε ἐδῶ...καὶ ἐδῶ!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου