Ἡ λέξις «παράσιτος» δὲν ἦταν λέξη ἀτιμωτική. Ἀρχικὰ δήλωνε τοὺς βοηθοὺς ἢ τοὺς κατώτερους ὑπαλλήλους τῶν ἱερέων. Τὸ ἔργο τους ἦταν νὰ συλλέγουν τὸν σῖτον ἀπὸ τοὺς μισθωτὲς τῶν κτημάτων τοῦ ναοῦ, νὰ βοηθοῦν στὶς θυσίες καὶ νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὶς προετοιμασίες τῶν ἐορτῶν. Ἡ ἐργασία τους ἦταν ὀχληρὴ καὶ ὅλοι οἱ πολῖτες προσπαθοῦσαν νὰ τὴν ἀποφύγουν.
Γιὰ τὸν λόγον αὐτόν ἔγινε νόμος ποὺ ὑποχρέωνε τὸν πολίτην νὰ ἐκλέγεται καὶ νὰ δέχεται τὴν συγκεκριμένην ὑπηρεσίαν. Μετὰ τὸ πέρας ὅμως τῆς θητείας του ὡς παράσιτος, ἀπαλλασσόταν στὸ μέλλον ἀπὸ μία δεύτερη τέτοια ὑπηρεσία.