Τὸ ἔτος 1906 θεωρήθηκε τὸ πιὸ σκληρὸ καὶ κρίσιμο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Ἀπὸ τὴν Πρέσπα ὥς τὸν Νέστο καὶ ἀπὸ τὰ Καστανοχώρια καὶ τὸ Βέρμιο ὥς τὸ Περιστέρι καὶ τὴν Στρώμνιτσα, τὰ ἑλληνικὰ ἀντάρτικα σώματα δροῦν ἔντονα καὶ ἐκτοπίζουν συστηματικὰ τὶς βουλγαρικὲς συμμορίες.
Ἡ δράση τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων ἀναπτύσσεται ἰδίως στὸ Περιστέρι, στὸ Μορίχοβο, στὸ Βέρμιο, στὸ Βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν καὶ στὴν περιοχὴ τῶν Σερρῶν καὶ ὁ ἀγὼν ἐπεκτείνεται στὴν περιοχὴ Δράμας καὶ στὴν Θράκη, ἐνῶ συνεχίζεται σκληρὸς στὴν Δ. Μακεδονία, ἀπὸ τὶς Πρέσπες ὥς τὸ Μουρίκι, ἰδίως μεταξὺ ἀνταρτικῶν σωμάτων καὶ τῶν καταδιωκτικῶν ἀποσπασμάτων τῶν Τούρκων…
Περὶ τὰ μέσα Μαΐου τοῦ 1906 μπῆκαν στὴν Μακεδονία τρία καινούργια ἀντάρτικα σώματα: τὸ σῶμα τοῦ Γύπαρη, δυνάμεως 36 ἀνδρῶν, τοῦ Γεωργίου Βολάνη, δυνάμεως 46 ἀνδρῶν, καὶ τοῦ Γεωργίου Κανελλόπουλου, δυνάμεως 19 ἀνδρῶν. Ὁ Γύπαρης ἐπανήρχετο γιὰ τρίτη φορά, διωρισμένος τώρα ἀπὸ τὸ κεντρικὸ κομιτᾶτο ὡς ἀρχηγὸς στὴν περιοχὴ τῶν Κορεστίων.