Santorini, Porcacchi, 1576
Στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΗ’ αἰώνα τὸ ἡφαίστειο τῆς Σαντορίνης ἀφυπνίζεται καὶ πάλι. Τὴν ἔκρηξη τοῦ 1707, ποὺ δημιούργησε τὴ νησίδα Νέα Καμένη, παρακολούθησε καὶ περιγράφει μὲ δραματικὲς λεπτομέρειες, ἕνας Ἰησουίτης μισσιονάριος περιηγητὴς ἐγκατεστημένος στὴ Σαντορίνη, ὁ πατὴρ Tarillon, σὲ μία ἔκθεση πρὸς τοὺς προϊσταμένους του.
Στὶς 23 Μαΐου 1707 εἶδε νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴ θάλασσα ἕνα καινούργιο νησί, ἀνάμεσα στὴ Μικρὴ καὶ τὴ Μεγάλη Καμένη, κάπου τριάντα μίλια ἀπὸ τὴ Σαντορίνη.
~~~
«Πέντε μέρες πρίν, στὶς 18 Μαΐου, δυὸ μικρὲς σεισμικὲς δονήσεις ἔγιναν αἰσθητὲς στὸ νησί. Δὲν ἔδωσε ὡστόσο κανεὶς προσοχή. Φαίνεται πὼς ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ ἄρχισε νὰ ἀναδύεται τὸ νησὶ στὰ βάθη τῆς θάλασσας καὶ νὰ ἀνεβαίνῃ στὴν ἐπιφάνεια τῶν νερῶν. Ὅπως καὶ νἄχῃ τὸ πρᾶγμα, οἱ ναυτικοὶ βλέποντας ἐκεῖνο τὸ πρωὶ νὰ ξεμυτίζουν οἱ κορφὲς τοῦ νησιοῦ πάνω ἀπὸ τὰ κύματα, φαντάσθηκαν πὼς ἦταν ἀπομεινάρια ἀπὸ νυχτερινὸ ναυάγιο. Μπῆκαν λοιπὸν στὰ πλεούμενα καὶ ἔσπευσαν ἐπὶ τόπου νὰ μαζέψουν τὰ λείψανα τοῦ «καραβιοῦ». Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ βροῦν ναυάγιο ἔπεσαν πάνω σὲ βράχους. Ἔντρομοι οἱ Σαντορινιοὶ γύρισαν γρήγορα γρήγορα στὸ νησὶ καὶ διηγήθηκαν τὸ παράξενο φαινόμενο ποὺ εἶδαν».
Πανικὸς ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ Σαντορίνη. Οἱ κάτοικοι ἀλλοπαρμένοι ζοῦσαν στιγμὲς ἀγωνίας περιμένοντας ἐκρήξεις καὶ καταποντισμούς. Πέρασαν ὅμως τρεῖς μέρες καὶ καμιὰ συμφορὰ δὲν ἔγινε. Τότε μερικοὶ θαρραλέοι Σαντορινιοὶ ἀποφάσισαν νὰ ζυγώσουν καὶ νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τί συμβαίνει. Γύρισαν γύρω γύρω μὲ τὶς βάρκες τους καὶ βλέποντας πὼς δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος, ζύγωσαν ἀκόμα πιὸ κοντὰ καὶ πάτησαν τὴν πρωτοφανέρωτη στεριά. Ἀπὸ περιέργεια πέρασαν ἀπὸ βράχο σὲ βράχο καὶ διαπίστωσαν πὼς βρίσκονταν πάνω σὲ μιὰ ἄσπρη λιθόμαζα ποὺ κοβόταν σὰν ψωμί. Μὰλιστα ἔμοιαζε τόσο πολὺ στὸ χρῶμα στὴ σύσταση καὶ στὴ γεύση ἀκόμα, ποὺ μερικοὶ ἔλεγαν πὼς ἦταν κριθαρόψωμο.
«Ξαφνικὰ ἔνιωσαν νὰ σαλεύουν οἱ βράχοι κι ὅλα νὰ τρέμουν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους. Παράτησαν τὸ νησόπουλο καὶ πήδηξαν στὶς βάρκες τους. Αὐτὴ ἡ δόνηση ἦταν μία ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ νησιοῦ, ποὺ μεγάλωνε. Μέσα σὲ λίγες μέρες ἔγινε δώδεκα μέτρα φάρδος καὶ ἔξι ὕψος».
Τὸ νησὶ, ἄλλαζε συνέχεια μέγεθος· μεγάλωνε, μίκραινε, φούσκωνε καὶ ἅπλωνε. Ἡ θάλασσα τοῦ κόλπου ἄλλαζε ἀδιάκοπα χρώματα.
«Ἀπὸ ζωηρὴ πράσινη γινόταν κοκκινωπὴ κι΄ ὕστερα ἀνοιχτοκίτρινη. Μιὰ βαρειὰ μυρωδιὰ ἀνέβαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῶν νερῶν. Στὶς 16 Ἰουλίου φάνηκε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ βγαίνῃ καπνὸς ἀπὸ τὸ καινούργιο νησί. Ὁ καπνὸς τιναζόταν ἀπὸ ἕνα κομπολόι μαύρων βράχων ποὺ εἶχαν ἀναδυθῇ στὸ σημεῖο ὅπου ἡ θάλασσα ἦταν ἔως τότε ἄπατη. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς βράχους σχηματίσθηκαν δυὸ χωριστὰ νησόπουλα. Τὸ ἕνα ὠνομάσθηκε Ἀσπρονήσι καὶ τὸ ἂλλο Μαυρονήσι, ἀπὸ τὸ χρῶμα τους. Σὲ λίγο ὡστόσο ἐνώθηκαν καὶ οἱ μαῦροι βράχοι ἔγιναν τὸ κέντρο τοῦ νησιοῦ. Πυκνὸς καὶ ἀσπρουδερὸς καπνὸς ἀνέβαινε ἀδιάκοπα.
Τὴ νύχτα τῆς 19 πρὸς 20 Ἰουλίου, ἀπὸ τὸ κέντρο αὐτοῦ τοῦ καπνοῦ ξεπήδησαν φλόγες. Οἱ Σαντορινιοὶ πανικοβλήθηκαν. Οἱ Τοῦρκοι ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖνες τὶς μέρες στὸ νησὶ γιὰ νὰ εἰσπράξουν φόρους εἶχαν κατατρομοκρατηθῇ. Ξέφρενοι μπροστὰ στὸ θέαμα τῆς φωτιᾶς ποὺ ξεπηδοῦσε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς θάλασσας, ἐξώρκιζαν τὸν κόσμο νὰ ἀρχίσῃ δεήσεις στὸ Θεὸ καὶ καλοῦσαν τὰ παιδιὰ νὰ βγοῦν στοὺς δρόμους καὶ νὰ φωνάζουν «Κύριε Ἐλέησον» γιατὶ τὰ παιδιὰ ἦταν ἁγνὰ καὶ ἡ δέησή τους μποροῦσε νὰ κατευνάσῃ τὴ θεϊκὴ ὀργή».
Οἱ καπνοὶ πύκνωναν καὶ τὴ νύχτα φαινόταν μία φλεγόμενη στήλη. Ἡ καπνούρα τύλιξε ὃλη τὴ Σαντορίνη καὶ οἱ κάτοικοι πνίγονταν καὶ ἀγκομαχοῦσαν· ἔκαψε τὰ σταφύλια ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ὡριμάζουν· τὰ ἀσημικὰ ἄλλαξαν χρώματα καὶ θάμπωσαν.
«Στὶς 31 Ἰουλίου ἡ θάλασσα ἄρχισε νὰ κοχλάζῃ σὲ δύο κυκλικὰ σημεῖα 9 καὶ 18 μέτρα ἀπὸ τὸ μαῦρο νησί. Ὁ βρασμὸς κράτησε ἕνα μῆνα. Νύχτα μέρα ψόφια ψάρια ξενέριζαν στὴ στεριά.
Στὶς 17 Αὐγούστου πίδακες πυριφλεγεῖς ξεπηδοῦσαν ἀπὸ τὸ νησὶ καὶ ἡ θάλασσα γύρω κάπνιζε καὶ κόχλαζε ἀφρίζοντας. Ἀπὸ ἐξῆντα καὶ πάνω στὸματα ξεχυνόταν φωτιά.
Στὶς 9 Σεπτεμβρίου μόνο τέσσερες ἀπὸ τοὺς ἑξήντα κρατῆρες ἐξακολουθοῦσαν νὰ ξεχύνουν φωτιά.
Ἀπὸ τὶς 12 Σεπτεμβρίου ὁ ὑποθαλάσσιος ὀρυμαγδὸς καταλάγιασε λίγο, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς 18 οἱ ἐκρήξεις δυνάμωσαν. Ὁλόκληροι βράχοι ξεπηδοῦσαν ἀπὸ τοὺς κρατῆρες καὶ καθῶς χτυποῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὸν ἀέρα προκαλοῦσαν βρόντους τρομακτικούς.
Στὶς 21 Σεπτεμβρίου ἡ Μικρὴ Καμμένη φλεγόταν ὁλόκληρη. Ξαφνικὰ τρεῖς ἀστραπὲς φώτισαν τὸν ὁρίζοντα ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη. Ὓστερα τὸ νέο νησὶ σείστηκε συθέμελα, ἀναταράχθηκε καὶ σάλεψε πέρα δῶθε. Ὁ ἕνας κρατῆρας καταποντίστηκε καὶ θεώρατα βράχια ἐκσφενδονίσθηκαν σὲ ἀπόσταση τριῶν μιλίων. Ἀκολούθησαν τέσσερες μέρες ἠρεμίας. Ὕστερα ἡ θεομηνία ξαναφούντωσε. Ἐκρήξεις ἀπανωτές, τόσο δυνατὲς ποὺ δύο πρόσωπα, ἐνῶ ξεφώνιζαν πλάϊ πλάϊ, δὲν μποροῦσαν νὰ ἀκουσθοῦν καθόλου. Ὁ κόσμος ἔτρεξε στὶς ἐκκλησίες. Ὁ βράχος τοῦ Σκάρου τραμπαλίστηκε κι΄ὅλες οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἄνοιξαν ἀπὸ τὴ βουή.
Santοrin Island, Ancient Thera, by Captain Thomas Graves FRGS, 1848
Ὣς τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1708 οἱ ἐκρήξεις δὲν σταμάτησαν καθόλου. Στὶς 10 Φεβρουαρίου τὸ ἡφαίστειο ξέσπασε. Ὁλόκληρα βουνὰ τινάχτηκαν ἀπὸ τὸν κρατῆρα, τὸ νησὶ ἔτρεμε, μουγκρητὰ ὑποχθόνια ἔκοβαν τὴν ἀνάσα, ἡ θάλασσα ἔβραζε. Κάθε δύο λεπτὰ καὶ μία ἔκρηξη. Οἱ φλόγες διακρίνονταν γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τὴν ἡμέρα.
Αὐτὴ ἡ κόλαση συνεχίσθηκε ὣς τὶς 23 Μαΐου. Τὸ καινούργιο νησὶ ἅπλωνε καὶ ψήλωνε ἀδιάκοπα. Ὁ μεγάλος κρατῆρας μεγάλωσε ἀπὸ τὴ λάβα. Ὕστερα κόπασε ἡ θεομηνία». Στὶς 15 Ἰουλίου 1708 ὁ Tarillon ἀποφάσισε νὰ δῇ ἀπὸ κοντὰ τὸ καινούργιο νησί. Μπῆκε μὲ ἄλλους Σαντορινιοὺς σ' ἕνα καΐκι καλὰ καλαφατισμένο. Ἡ τολμηρὴ συντροφιὰ ζύγωσε σ' ἕνα σημεῖο ποὺ ἡ θάλασσα δὲν ἔβραζε ἀλλὰ κάπνιζε μονάχα. Τὸ νέο νησὶ εἶχε ὕψος ἑξῆντα μέτρα στὸ ψηλότερο σημεῖο, πάνω ἀπὸ τριακόσια μέτρα πλάτος καὶ περίμετρο πέντε περίπου μίλια. Ζύγωσαν γιὰ νὰ ξεμπαρκάρουν, ἀλλὰ σὲ ἀπόσταση διακοσίων μέτρων ἀπὸ τὴν ἀκτή, τὸ νερὸ ἦταν ζεματιστό. Μία νέα ἔκρηξη τοὺς ἀνάγκασε νὰ γυρίσουν στὴ Σαντορίνη.
Οἱ ἐκρήξεις, οἱ δονήσεις, ὁ βρασμὸς τῆς θάλασσας καὶ οἱ ὑποβρύχιες φλόγες θὰ συνεχιστοῦν πολλὰ χρόνια ἀκόμα ὥσπου νὰ ἠρεμήσῃ τὸ ἡφαίστειο. Ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴ Σαντορίνη (Σεπτέμβριος 1712) πρὸς τὸ συγγραφέα τοῦ χρονικοῦ ποὺ βρισκόταν πιὰ στὸ Παρίσι, δίνει νεώτερα στοιχεῖα:
«Πολλὲς φορὲς ἔκανα τὸ γύρω τοῦ νέου νησιοῦ, ἀπὸ ἀλάργα ὅμως γιατὶ τὰ νερὰ βράζουν σὲ ἀπόσταση ἑνὸς τετάρτου τῆς λεύγας ἀπὸ τὶς ἀκτές. Ἐνῶ κωπηλατοῦμε κάποιος πρέπει νὰ βυθίζῃ τὸ χέρι του στὴ θάλασσα, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ λειώσῃ ἡ πίσσα στὸ σκαρὶ καὶ νὰ βουλιάξουμε.
Οἱ Σαντορινιοὶ ὠνόμασαν τὸν κρατῆρα τοῦ ἡφαιστείου Μεγάλο Καμίνι. Κάτω ἀπὸ τὸν κρατῆρα ὑπάρχουν τρία στόμια ποὺ μοιάζουν μὲ πελώριες θρακιές».
ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1700-1800, Τόμος Β’, Κυριάκου Σιμόπουλου, ΑΘΗΝΑ 1991, σελ. 53-58.
Χάρτες
Santorini, Porcacchi, 1576 raremapsandbooks.com
Santοrin Island, Ancient Thera, by Captain Thomas Graves FRGS, 1848 www.lib.utexas.edu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου