Ἡ καταστολή τῆς ἀτυχοῦς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων πού ἔλαβε χώρα τόν Ἀπρίλιο – Μάιο τοῦ 1822, στή Νάουσα καί στήν περιοχή Ὀλύμπου - Πιερίων, ἀνάγκασε πολλούς Μακεδόνες ἀγωνιστές μαζί μέ τίς οἰκογένειές τους, νά καταφύγουν στό Νότο καί ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ἐγκαταστάθηκαν στίς Βόρειες Σποράδες.
Ἀπό τότε, ἐκτός ἀπό λίγες
μικροσυμπλοκές καί μερικές πειρατικές ἐπιδρομές, δέν μνημονεύονται ἀξιόλογα ἐπαναστατικά
κινήματα. Ἡ Μακεδονία παρέμενε φαινομενικά ἥσυχη καί
αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε τούς
ἀντιπροσώπους
τῶν
Δυνάμεων πού συζητοῦσαν γιά τόν καθορισμό τῶν συνόρων
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους,
νά μήν συμπεριλάβουν στίς συζητήσεις τους, τήν Μακεδονία.
Ἀπό τίς
ψυχές ὅμως τῶν
Μακεδόνων δέν εἶχε ἐξαλειφθεῖ ἡ ἐπαναστατική φλόγα καί ὁ πόθος
γιά τήν ἐλευθερία.
Οἱ
Μακεδόνες ἀγωνιστές πού εἶχαν καταφύγει στό Νότο εἶχαν πάντοτε
στραμμένα τά βλέμματά τους πρός τήν πατρίδα τους, ἐνῶ
πρόκριτοι, ἱερωμένοι καί λαϊκοί πού εἶχαν
μείνει στόν τόπο τους, περίμεναν τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά ξεσηκώσουν τούς Ἕλληνες ἐναντίον τῶν
Τούρκων.
Τό Νοέμβρη
τοῦ 1827,
στή Μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στόν Ὄλυμπο, γίνεται μία μυστική σύσκεψη πολλῶν ὁπλαρχηγῶν, κληρικῶν καί
προκρίτων κυρίως ἀπό τήν περιοχή Ὀλύμπου καί Πιερίων.
Τριάντα περίπου ἄτομα ὑπογράφουν στίς 3 Νοεμβρίου τοῦ 1827,
δύο ἀναφορές πού τίς στέλνουν στήν Ἑλληνική Κυβέρνηση. Στίς ἀναφορές αὐτές μιλᾶνε γιά τήν ἀνάγκη νά
δράσουν ὥστε νά ἀπελευθερωθοῦν τά ἐδάφη τους
καί μάλιστα τώρα, πού πρόκειται νά καθοριστοῦν τά ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Μιλᾶνε γιά τήν ἀνάγκη καί τήν προθυμία στρατιωτῶν καί
κατοίκων τῆς περιοχῆς των γιά ἐλευθερία καί ζητοῦν ἀπό τήν κυβέρνηση νά τούς ἐνισχύσῃ ὑλικά καί
νά διορίσῃ ἐπικεφαλῆς ἕναν ἄνθρωπο ἄξιο, στοῦ ὁποίου τό κύρος νά ὑπακούουν ὅλοι.
Στήν πρώτη ἀναφορά ζητοῦν νά τούς στείλῃ ἡ κυβέρνηση τόν «πατριώτην ἔξοχον
κύριον Δημήτριον ‘Υψηλάντην», γιατί ὅλοι οἱ οπλαρχηγοί καὶ στρατιῶτες τόν σέβονται καί γιατί «ἡ ἐπήρεια (ἐπιρροή)
καί πατριωτική προθυμία «τοῦ ὑποκειμένου τούτου» θὰ κερδίσῃ τήν ὑπόληψη ὅλων καί θά διώξῃ «τόν όλέθριον φθόνον καί άντιζηλίαν».
Στήν ἄλλη ἀναφορά
ζητοῦν νά τούς
στείλουν τόν Βαυαρό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heideck ὡς «διευθυντή
τῶν
πραγμάτων» καί «μεθ’ ὅλης τῆς
παρεπομένης οἰκονομίας τῶν ἀναγκαίων ζωοτροφιῶν, πολεμοφοδίων και ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως καί πᾶν ὅ,τι
συντείνει εἰς τήν ἐκστρατείαν». Στήν ἀναφορά αὐτή τονίζουν τήν παρουσία τοῦ Heideck ὡς ἀπαραίτητη
γιά τόν σεβασμό πού τοῦ ἔχουν οἱ ἀγωνιστές.
Δηλαδή ζητοῦσαν ὡς γενικό ἀρχηγό τόν Ὑψηλάντη καί τόν Βαυαρό φιλέλληνα ὡς βοηθό
του, ἐπιμελητή
καί ἐπιτελάρχη.
Τίς ἀναφορές αὐτές τίς ὑπογράφουν
γνωστοί ὁπλαρχηγοί
ὅπως οἱ ἀδερφοί
Διαμαντῆς καὶ ὁ Κώστας
Νικολάου, οἱ ἀδερφοί Γεώργιος καί Ἀθανάσιος Σύρου, ὁ Τόλιος Λάζου, ὁ Θόδωρος Ζιᾶκας καί ἄλλοι. Ἐπίσης ὑπογράφουν
οἱ ἠγούμενοι
τῶν
μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καί τῆς Πέτρας Ὀλύμπου, τῆς μονῆς Μακρυρράχης τοῦ χωριοῦ Κόκοβα τῶν Πιερίων καί μερικοί ἱερεῖς καί
πρόκριτοι τῆς περιοχῆς. Οἱ διασημότεροι
ὁπλαρχηγοί
συνοδεύουν τήν ὑπογραφή τους καί μέ σφράγισμα ἀπό τό ἀτομικό
τους σφραγίδα-δαχτυλίδι.
Τά ἔγγραφα αὐτά
βρίσκονται στά Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους.
Ἡ πρώτη ἀναφορά τῶν ὁπλαρχηγῶν πρός τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση, ἔχει ὡς ἐξῆς:
Πρός τήν Σεβαστήν ἡμῶν Κυβέρνησιν,
Ὁ ἔνθερμος
πατριωτικός ζῆλος, ὅστις ἐκίνησε το ἔθνος μας κατά τῆς τυραννίας ὑπέρ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας, ἀναζωπύρησεν ἀπό την ἀρχήν αὐτήν ὅλον τόν ἐνθουσιασμόν εἰς τάς καρδίας τῶν γενναίων Ὀλυμπιακών στρατευμάτων.
Περιττόν να προσθέσωμεν ποσάκις ἐκινήθησαν τά Ὀλυμπιακά σώματα και ὁποῖα ἐκατόρθωσαν εἰς τά κινήματά των. Ἄν ἴσως ὁ φθόνος ἢ ἡ βασκανία τῆς τύχης ἢ αἱ ἄλλαι καταχρήσεις τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν ἀνέκοψεν τάς εὐκταίας προόδους, δεν εἶναι
βέβαια σκληροτράχηλον ἀποτέλεσμα τῶν προθέσεων τούτων των στρατευμάτων, ἀλλά
σφάλμα καθαρόν και ἀτόπημα προξενηθέν ἀπό τούς ἀνοητίας.
Μέ τήν παρούσαν ἐπισημοτάτην περίστασιν φαίνεται ἀπαραμοίωτος
ὁ ἴδιος ἐνθουσιασμός
μέ ὅλον τόν ἐναπαιτούμενον
διάπυρον ζῆλον τῶν ἐνταῦθα στρατιωτικῶν σωμάτων μας καί, καθ΄ ὅσον ἡ
φιλάνθρωπος συγκατάθεσις τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων μᾶς ἐνθαρρύνει καί μᾶς παρακινεῖ να κινηθῶμεν ἁπανταχόσε καί νά συγκρουτήσωμεν νέα στάδια ἀγώνων, ἄλλο τόσον
φαίνεται νά κορυφοῦται ἡ ἄμιλλα καί ἡ προθυμία τῶν γενναίων στρατιωτῶν μας.
Τίποτε δέν ἠμπορεῖ νά τήν ψυχράνῃ ἢ νά τήν ἐμποδίσῃ εἰ μή ἡ κακή προμήθεια τῶν τροφῶν, πολεμοφοδίων καί ἡ ἔλλειψης τῆς ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως.
Ἐκρίθη
λοιπόν ἐν μιᾷ φωνῇ καί
καρδίᾳ νά ἀναφερθῶμεν προς
τήν Σεβαστήν Κυβέρνησιν τοῦ ἔθνους, παρασταίνοντες ὅτι ἀπό ἐμᾶς ἀπαιτεῖται ζῆλος καί
προθυμία, ἀπό δέ τῆς Σεβαστῆς Κυβερνήσεως ἡ ἀπαραίτητος προμήθεια τῶν ἀναγκαίων.
Καί ὅταν ἐπί κεφαλῆς μας
διορίσῃ ὑποκείμενον
εὐσέβαστον
καί ἄξιον νά μᾶς ὁδηγήσῃ, ὑποσχόμεθα
ἐντός ὀλίγου νά
δείξωμεν κατορθώματα ἄξια τῶν λαμπρῶν προπατόρων μας καί νά ὑπερκτείνωμεν
μέ γιγαντιαῖα βήματα τά ὅρία τῆς ἐπικρατείας.
Γνωρίζει ὁ καθείς ὁποία ἐστάθη ἡ Ὀλυμπιακή προθυμία εἰς τό νά ἀκολουθήσωσι τάς ὁδηγίας τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν, τοῦ τε Κωλέτη καί ἂλλων, κατά τάς διαταγάς τῆς Διοικήσεως καί ὅτι τά παρακολουθήσαντα διάφορα ἀτοπήματα ἀπεκατέστηνον τά κινήματά μας ἀνωφελῆ.
Ὅταν λοιπόν ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις φροντίσῃ ν΄ἀντικαταστήσῃ ἄνθρωπον ἄξιον καί προικισμένον ὁπωσοῦν μέ πολιτικά καί πολεμικά
προτερήματα, ἠμπόρεῖ ἀφεύκτως καί νά ἐλπίσῃ ἀποτελέσματα ἀνάλογα τῆς εὐχῆς της.
Παρόμοιον ὑποκείμενον καί πρός τό ὁποίον νά σώζεται ἀπό μέρους τῶν ἐνταῦθα ὁπλαρχηγούντων καί ἐν γένει ὅλων τῶν στρατιωτῶν μας τό ἀνῆκον σέβας γνωρίζει τόν πατριώτην ἔξοχον κύριον Δημήτριον Ὑψηλάντην.
Ἠ ἐπήρεια καί πατριωτική προθυμία τοῦ ὑποκειμένου τούτου ἐφάνη καί ἄλλοτε, ὥστε νά κερδίσῃ ὅλη τήν ὑπόληψιν ἡμῶν καί τῶν συστρατιωτῶν μας. Καί διά νά ἀφαιρέσῃ ἀφ΄ἡμῶν τόν ὀλέθριον φθόνον καί ἀντιζηλίαν εἶναι καλόν νά συγκατατεθῇ ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις διορίζουσα τόν
πατριώτην τοῦτον, διά νά συμβοῦν καί εὐκταῖα ἀποτελέσματα.
Εἰς πᾶν δέ ἐναντίον ἂς εἶναι ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις βεβαία ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά κατορθωθῇ τίποτε καί θέλει ἀποκτήσει τήν δικαίαν ἀγανάκτησιν και αἰώνιον πικράν κατάκρισιν ἀπό ὅλους ἐν γένει τους Θετταλολυμπίους λαούς,
οἴτινες ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ἐπαναστάσεως ψυχή πλέον ἔως τήν σήμερον δέν τους ἔμεινεν..
τῇ 3 Νοεμβρίου 1827
ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ κατά τήν Σεβαστήν Μονήν τοῦ Ἁγ. Διονυσίου
ἐν Ὀλύμπου
οἱ συμπολῖται καί ὁπλαρχηγοί
Ὀλύμπιοι
Διαμαντής Γ. νικολάου
Ἰουάνης σβορόνος
ἀθανάσιος σύρου
Το Κο (ἴσως Τόλιος Κότας)
λά(μ)προς μάνταλος
Γιαννούλας Μάν(τ)ζαρης
Τόλιος Λάζως
Μιχάλης πιτζηάβας
Θεόδωρος Ζηάκα
Λιάπης Γεωργιάδης Γραμματεύς
Παπαθίμηος
Διονύσιος Ἰγούμενος μακριᾶς ράχης
Πέτρου γεόργι
γιόργος λώλου
νικόλαος μανόλι
ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μεθόδιος Πίτζιαβας
Ιωάνης σβορόνος (τό ἲδιο ὂνομα τό βρίσκουμε καί στην ἀρχή τῶν ὑπογραφῶν)
ἀναγνώστι γεοργήου
γηόργηος σιρόπολος
Κώστας Νικολάου
Ἱγούμενος σαμουήλ πέτρας
Νικόλαος φράγγου
κόστας διμολάζως
παντεληός ἰωάνου
δημήτρη θεωδόρου
ἀναγνώστης παπαζήση
γηοργάκης λιόλιος
σταμάτη γραμένο
Παπακοσμᾶς Πέτρας
ἀναγνόστης χασκάρα
γιόργις μποσταντζής
ἀντονάκη διαμαντή
Στήν ἄλλη ὄψη τοῦ φύλλου: Πρός τήν Σεβαστήν ἡμῶν Κυβέρνησιν ὅθεν εὐρίσκεται.
Στή δεύτερη ἀναφορά τῶν ὁπλαρχηγῶν, διαβάζουμε:
Πρός τήν Σεβαστήν ἡμῶν
Κυβέρνησιν,
Ἐπειδή καί ἡ παροῦσα περίστασις ἀπαιτεῖ ταχύτητα εἰς τά πράγματα τοῦ ἔθνους πρός ὀχύρωσιν τῶν μερῶν τῆς ἐπικρατείας ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ διά τῶν ὅπλων, ἀνάγκη πᾶσα διά νά εὐδοκιμήσῃ ἡ ἐκστρατεία μας καί ὂχι καθώς πολλάκις συγκεντρωθέντες
διελύθημεν ἀπό τε τάς ἐλλείψεις τῶν πολεμικῶν μέσων καί τῶν ἀτοπημάτων τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν.
Διό παρακαλοῦμεν νά μᾶς διορισθῇ διευθυντής τῶν πραγμάτων μας ὁ συνταγματάρχης κύριος Ἀϊντέκ μεθ΄ ὁλης τῆς παρεπομένης οἰκονομίας τῶν ἀναγκαίων ζωοτροφιῶν, πολεμοφοδίων καί ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως καί πᾶν ὁ,τι συντείνει εἰς τήν ἐκστρατείαν μας. Τόν ὁποῖον τοῦτον φιλέλληνα ζητοῦμεν ἐπιμόνως παρά τῆς Σ. Κυβ. νά μᾶς τόν στείλῃ, ὁπού χωρίς αὐτόν εἰς τόν ὁποῖον σώζουν ἐκ μέρους ἡμῶν τῶν στρατιωτῶν μας ὅλων καί ἡμεῖς τήν ἀνήκουσαν ἐπιρροή καί σέβας, καί εἷν΄ἀδύνατον ἄλλος τις τῶν διευθυντῶν να τελεσφορήσῃ καί νά ἀποβοῦν αἴσια ἀποτελέσματα καί προχωροῦντες γιγαντιαίως ὑπερεκτείνοντες καί αὐτά τά ὅρια τῆς έπικρατείας.
Εἰς πᾶν δέ ἐναντίον θέλει ἔχει ἡ Κυβ. τήν αἰώνιον κατάκρισιν ἀπό ὅλους τούς άθώους Θετταλολυμπίους
λαούς,
τῇ 3 Νοεμβρίου 1827
ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ κατά τή
Σεβαστήν
Μονήν τοῦ Ἁγ. Διονυσίου
ἐν Ὀλύμπου
καί μέ τό ἀνῆκον σέβας μένομεν
οἱ συμπολῖται καί ὁπλαρχηγοί
Ὀλύμπιοι
Διαμαντής Γ. νικολάου
ἀθανάσιος σύρου
Το Κο (ἴσως Τόλιος Κότας)
λά(μ)προς μάνταλος
Γιαννούλας Μάν(τ)ζαρης
Μηχάλης πιτζηάβας
Λιάπης Γεωργιάδης Γραμματεύς
Ἀργίρι ….(δυσανάγνωστη λέξη)
Ἰουάνης σβορόνος
παπαγιάνις
γιόργις λώλου
θεόδωρος ζηάκα
Δίμος νικολάου
…….. ζηάκα (δυσανάγνωστη λέξη)
παπαευθήμηος
γιργίου μιχάλη
Παπακοσμᾶς Πέτρας
Διονύσιος Ἰγούμενος μακριᾶς ράχης
Πέτρου γιόργι
Τόλιος Λάζως
ὁ ἠγούμενος τοῦ ἁγίου Διονυσίου μεθόδιος Πίτζιαβας
Ἰγούμενος σαμουήλ πέτρας
ἀναγνώστης χασκάρα
γιοργάκις λιόλιος
κόστας δίμος λάζως
γιάνης πετραχίλας
ἀναγνώστι γεοργήου
τόλιος μιχάλις
ἀναγνώστης παπαζήση
γηόργηος συρόπολος
κόστας νικολάου
σταμάτη γραμένο
παντεληός ἰωάνου
δημήτρη θεοδόρου
στήν ἄλλη ὄψη τοῦ φύλλου γράφει: Πρός τήν
Σεβαστήν ἡμῶν Κυβέρνησιν ὅθεν εὑρίσκεται.
Ὁ Heideck
σέ ἀπάντηση
ποὺ ἔστειλε
στοὺς ὁπλαρχηγούς,
δέχεται μέ εὐχαρίστηση τήν πρότασή τους. Ἐπειδή ὅμως εἶχε φτάσει
στήν Ἑλλάδα ὁ
Καποδίστριας, τούς παρακινεῖ νά ἀπευθυνθοῦν σέ αὐτόν, καί τούς ὑπόσχεται ὅτι θά συνδράμῃ μέ εὐχαρίστηση, ὅσο μπορεῖ.
Τό γράμμα τοῦ Heideck εἶχε ἡμερομηνία «Πόρος, τήν 10 Ἰανουαρίου
1828», καί στήν πίσω ὄψη τοῦ φύλλου
γράφει: «Πρός τούς Κυρίους Κυρίους Ὁπλαρχηγούς καί Προκρίτους τῶν
Θετταλολυμπίων, εἰς Ὄλυμπον.»
Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1827 οἱ ὁπλαρχηγοί Διαμαντῆς καί Κώστας Νικολάου, ὁ Τόλιος Λάζου καί ὁ Γεώργιος Συρόπουλος, μεταβαίνουν
στή Σκόπελο καί ἐπικοινωνοῦν γραπτῶς μέ τούς πληρεξουσίους τους, τόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο, τόν ἀρχιμανδρίτη Ἀρσένιο, τόν Ἀναστάσιο Ἐλεῶν καί τόν Ἰωάννη Περικλέα, καί προσπαθοῦν νά μεταφέρουν ἀπό τή Μακεδονία στή Νότια Ἑλλάδα τά
γυναικόπαιδα τῶν ἀγωνιστῶν, γιά νά διευκολύνουν μία ἐνδεχόμενη ἐπαναστατική κίνηση. Γιά τό σκοπό αὐτό ζητοῦν νά τούς ἐξασφαλιστῇ μία μικρή γολέτα, ὥστε νά μεταφερθοῦν τά γυναικόπαιδα.
Μετά τήν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπό τόν Καποδίστρια, οἱ πληρεξούσιοι τῶν Μακεδόνων, ὑποβάλλουν στόν Κυβερνήτη ὅλα τά ἔγγραφα τῶν ὁπλαρχηγῶν, καθῶς καί ἀντίγραφο ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Heideck, καί ζητοῦν τή συμπαράστασή του γιά τή δικαίωση τῶν πόθων τῶν Μακεδόνων.
Τό ἔγγραφο μέ τό ὁποῖο τά
διαβιβάζουν εἶναι τό ἐξῆς:
Ἐξοχώτατε,
Οἱ Ὁπλαρχηγοί τοῦ Ὀλύμπου ὁδηγούμενοι ἀπό προλαβόντα παραδείγματα (διά νά
βάλωσι βάσιν τῆς προμηθείας τῶν ἀναγκείων εἰς τήν ἀρετήν ἀνδρῶν ἀποδεδειγμένων) ἠναγκάσθησαν νά καταφερθῶσιν εἰς τό ὕψος τῶν ἐγτοῦσεν ἁπανταχόσε. Ἀλλ΄ ἤδη, ὅτε ἡ ὑποστήριξις τῶν ἐλπίδων ἀπό τήν πατρικήν κηδεμονίαν τῆς ἐξοχότητός σας ἐμψυχώνει το Πανελλήνιον, ἔπρεπε ν΄ ἀναφερθῶσι κατ΄ἀξίαν.
Διό καί παρακαλοῦμεν θερμῶς οἱ ὑποσημειούμενοι Πληρεξούσιοί των νά
συγκαταβῆτε εἰς τό ζήτημα ἀποβλέποντες καί τήν προθυμίαν των ὑπέρ ἐλευθερίας καί τήν φιλανθρωπίαν πρός
τούς ἐκεῖ ἀπολλυμένους λαούς.
Ὁ κύριος Ἑϊδέκερ κατά τό ἔγκλειστον ἀντίγραφον δεικνύει ἄκραν προθυμίαν.
Ἐν Αἰγίνῃ, τήν 23 Ἰανουαρίου 1828
Καί μέ βαθύτατον σέβας διαμένομεν
Εὐπειθέστατοι πολῖται
Κωνστάντιος Ἀρχιμανδρίτης
Ἀναστάσιος Ἐλεών
Ἰωάννης Περικλῆς
Εὐπειθέστατοι πολῖται
Κωνστάντιος Ἀρχιμανδρίτης
Ἀναστάσιος Ἐλεών
Ἰωάννης Περικλῆς
Οἱ Μακεδόνες καί οἱ Θεσσαλοί ὁπλαρχηγοί συνέχισαν τίς ἐκκλήσεις
τους πρός τόν Καποδίστρια, χωρίς ὅμως αποτέλεσμα. Τόν Νοέμβριο τοῦ 1828, ὅταν ὁ Ὑψηλάντης ἐξεστράτευσε
στήν Ἀνατολική
Στερεά, οἱ Μακεδόνες ὁπλαρχηγοί τοῦ ἔστειλαν ἀντιπροσώπους
μέ νέες προτάσεις γιά τήν ἀναζωπύρωση τοῦ ἀγώνα στήν Μακεδονία.
Ἡ ἀπάντηση
τοῦ Ὑψηλάντη ὅμως ἦταν ἀρνητική
καί σέ αὐτό ἦταν
σύμφωνος καί ὁ Καποδίστριας. Δέν συνέφερε κατά τή γνώμη του, ἡ ἐπέκταση τῶν ἐπιχειρήσεων
σέ μακρινές περιοχές χωρίς νά μποροῦν νά τίς ἐξασφαλίσουν καί μάλιστα τή στιγμή πού οἱ ἀντιπρόσωποι
τῶν
Δυνάμεων στόν Πόρο συζητοῦσαν σχετικά μέ τά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.
Ὅταν τόν Ἰούλιο τοῦ 1829, στήν Δ’ Ἐθνοσυνέλευση, ὁ Διαμαντῆς Νικολάου ἐξ ὀνόματος τῶν Θεσσαλομακεδόνων πρόσφερε στόν
Καποδίστρια τήν πληρεξουσιότητα, ἐκεῖνος τόν εὐχαρίστησε, ἀλλά ταυτόχρονα τοῦ δήλωσε ὅτι δέν μποροῦσε νά τή χρησιμοποιήσῃ.
Ἡ τύχη τῆς πατρίδας των (δηλαδή τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θεσσαλίας), τοῦ ἔγραφε τότε, ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τίς Μεγάλες Δυνάμεις καί τοῦ συνιστοῦσε, ὅπως καί προηγουμένως, νά διατηρήσουν
καλές σχέσεις μέ τούς Τούρκους καί νά ἐλπίζουν γιά τό μέλλον στή θεία πρόνοια καί στή
δικαιοσύνη τῶν Δυνάμεων…
Ἔτσι κατέληξε ἄκαρπη αὐτή ἡ προσπάθεια τῶν Μακεδόνων ὁπλαρχηγών γιά τήν ἀναζωπύρωση τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἀγῶνα στή Μακεδονία. Οἱ Μακεδόνες πρόσφυγες γιά ἀρκετό χρόνο ἐξακολούθησαν νά μένουν στίς Σποράδες καί πολλοί ἀπό αὐτούς νά
λυμαίνονται ἀπό ἐκεῖ ὡς πειρατές πιά τούς Ἕλληνες, ὥσπου ὁ Μιαούλης,
μέ διαταγή τοῦ Καποδίστρια, κατέλαβε τό ὀρμητήριό τους καί αἰχμαλώτισε ἢ πυρπόλησε τά ἐξοπλισμένα πλοιάριά τους.
Ὅσοι ὁπλαρχηγοί εἶχαν μείνει στή Μακεδονία,
προσκύνησαν τούς Τούρκους καί φρόντισαν νά ἀποκαταστήσουν τίς σχέσεις τους μ΄αὐτούς καί νά ξαναπάρουν τά ἀρματολίκια
τους, περιμένοντας ἄλλη κατάλληλη περίσταση, γιά νά
πραγματοποιήσουν τήν αἰώνια ἐπιθυμία τους· τήν ἀπελευθέρωση καί τήν ἔνωση μέ τό ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος…
Οἱ Τοῦρκοι δεν ἄργησαν να ἀντιληφθοῦν ὅτι ἡ Μονή
Διονυσίου εἶναι συνωμοτικό κέντρο τῶν Μακεδόνων καπεταναίων. Τό Φθινόπωρο τοῦ 1828 λεηλάτισαν
και κατεδάφισαν τό μοναστήρι, ὅπως φαίνεται ἀπό μία ἀναφορά τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Διαμαντῆ Νικολάου προς
τον Ὑψηλάντη ποὺ φέρει ἡμερομηνία 10 Ὀκτωβρίου
1828...
Βιβλιογραφία
Στ. Παπαδόπουλος
Μακεδονικά Σύμμεικτα, Τόμος 6ος , Θεσσαλονίκη 1965, Ε.Μ.Σ
Τὰ ἔγγραφα βρίσκονται στά Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου