Ἡ καταστολή τῆς ἀτυχοῦς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων πού ἔλαβε χώρα τόν Ἀπρίλιο – Μάιο τοῦ 1822, στή Νάουσα καί στήν περιοχή Ὀλύμπου - Πιερίων, ἀνάγκασε πολλούς Μακεδόνες ἀγωνιστές μαζί μέ τίς οἰκογένειές τους, νά καταφύγουν στό Νότο καί ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ἐγκαταστάθηκαν στίς Βόρειες Σποράδες.
Ἀπό τότε, ἐκτός ἀπό λίγες
μικροσυμπλοκές καί μερικές πειρατικές ἐπιδρομές, δέν μνημονεύονται ἀξιόλογα ἐπαναστατικά
κινήματα. Ἡ Μακεδονία παρέμενε φαινομενικά ἥσυχη καί
αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε τούς
ἀντιπροσώπους
τῶν
Δυνάμεων πού συζητοῦσαν γιά τόν καθορισμό τῶν συνόρων
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους,
νά μήν συμπεριλάβουν στίς συζητήσεις τους, τήν Μακεδονία.
Ἀπό τίς
ψυχές ὅμως τῶν
Μακεδόνων δέν εἶχε ἐξαλειφθεῖ ἡ ἐπαναστατική φλόγα καί ὁ πόθος
γιά τήν ἐλευθερία.
Οἱ
Μακεδόνες ἀγωνιστές πού εἶχαν καταφύγει στό Νότο εἶχαν πάντοτε
στραμμένα τά βλέμματά τους πρός τήν πατρίδα τους, ἐνῶ
πρόκριτοι, ἱερωμένοι καί λαϊκοί πού εἶχαν
μείνει στόν τόπο τους, περίμεναν τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά ξεσηκώσουν τούς Ἕλληνες ἐναντίον τῶν
Τούρκων.