Γράφει ὁ Γιώργος-Μίλων Παπαφιλίππου
Επιστρέφοντας στις πραγματικές ρίζες μας, πρέπει να αναθεωρήσουμε κάποια στοιχεία που έχουμε ως πνευματική παρακαταθήκη και να ξεκαθαρίσουμε κάποιες σκέψεις μας, οι οποίες αφορούν στον πραγματικό σκοπό κατά την διάρκεια του βίου Μας και στις αλήθειες που κρύβονται μέσα στο νόημά του.
Οι περισσότεροι και περισσότερες από εμάς αναλίσκουν τον
βίον τους μη δυνάμενοι να κατανοήσουν, ούτε κάν τα στοιχειώδη, όπως τις έννοιες
καλό - κακό ή ηθικό – ανήθικο, τοποθετώντας τις με την σημερινή, δική τους
διαστροφική σκέψιν στην σφαίρα του μεταφυσικού.
Έχοντας λοιπόν εδώ
και πολλά χρόνια απομακρυνθή από τον ελληνικό τρόπο σκέψεως και θεωρήσεως της
ζωής, τείνουμε στο να απωλέσουμε την δυνατότητα της (μέσω του εγκεφάλου μας)
κατανοήσεως ορισμένων εννοιών, βασικωτάτων
στην σημερινή αντίληψιν των καταστάσεων τις οποίες βιώνουμε (όχι ζούμε,
αλλά αυτό είναι άλλο θέμα προς συζήτησιν). Στην σημερινή μας εποχή αδυνατούμε
να πιστέψουμε τις καταστάσεις που ζούμε στην καθημερινότητά μας και φυσικά
αρνούμεθα (οι περισσότεροι τουλάχιστον) να δεχθούμε ότι το αξιακό σύστημα, στο
οποίο έχουμε κατά κόρον πιστέψει και έχουμε υπηρετήσει πιστά (και ευλαβικά
τολμώ να πώ) οι περισσότεροι, μας έχει προδώσει τόσο αναίσχυντα, αντικαθιστώντας
την αξία της ανθρωπίνης ζωής με την λογιστική αξία κάποιων αριθμητικών μεγεθών
και την εισαγωγή όρων όπως παραγωγικότητα, πλεόνασμα, έλλειμμα κ.ά.
Η Αθηνά Εργάνη σε πήλινο
πλακίδιο,
αρ.13055, του Μουσείου της Ακροπόλεως.
|
Φυσικά δεν είναι
μεμπτό, τουναντίον είναι εξαιρετικώς καλό, ωφέλιμο και ηθικόν ο άνθρωπος στην
διάρκεια της ζωής του να είναι παραγωγικός, αρκεί να ορισθή σαφώς το
αντικείμενον της παραγωγικότητος της εργασίας (κι όχι της δουλειάς) του είτε
πνευματικό είτε ψυχοσωματικό. Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον οι πρόγονοί
μας (Αρχαίοι Έλληνες) είχαν εις περίοπτον θέσιν την Αθηνά Εργάνη (την Θεϊκή
καταξίωσι της πνευματικής εργασίας) ενώ ειδικώς στην πόλιν των Αθηνών το
αντίθετον συνέβαινε δια τον Ήφαιστον (την Θεότητα της συνεχούς
επαναλαμβανομένης εργασίας η οποία οδηγεί εις πνευματική χωλότητα).
Και ερχόμαστε πλέον
στην ουσία της εν λόγω μελέτης, την ουσία της παιδείας και την αν-ουσία της
εκπαιδεύσεως. Φέροντας στην μνήμη μας την σοφή ρήσιν του Αντισθένους (Αρχή
γνώσεως η ονομάτων επίσκεψις), ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την έννοια της
λέξεως παιδεία καθώς και την αντίστοιχον της εκπαιδεύσεως.
Η λέξις παιδεία λοιπόν αποτελείται από το
θέμα της λέξεως παιδ- και την κατάληξιν
-εια η οποία ορίζεται ως θηλυκή
και συνεπώς γενεσιουργός. Όσον αφορά στο θέμα παιδ- πολλοί απλοϊκώς φέρουν στην
μνήμην τους το προφανές που έχει να κάνη με τα παιδιά. Όμως ακόμη κι αυτή έχει
το ίδιο θέμα, το οποίο όμως στην παλαιότερη έκδοσίν του ήτο παιγ-. Ας μην
λησμονούμε ότι το γράμμα γ πολλές φορές μετετράπη εις δ στην ελληνική γλώσσα με
πρώτη και προφανεστέρα την ΓΗ-ΜΗΤΕΡΑ η οποία μετετράπη σε ΔΗ-ΜΗΤΕΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ
(την Θεά της γεωργίας). Άρα το νόημα του θέματος παιγ- έχει να κάνη με μια άλλη
λέξιν της ελληνικής, πολύ παρεξηγημένη, το παιγνίδι. Παρεξηγημένη διότι στην
εποχή της σοβαροφανείας όπου ζούμε θεωρούμε το παιγνίδι ως απώλεια χρόνου.
Όμως ως παιγνίδι εννοούμε την διαδικασία την ψυχο-πνευματικο-σωματική η οποία ψυχαγωγεί. Φαντασθείτε λοιπόν το παιγνίδι ως μία δράσιν αφυπνίσεως του νού και καλλιεργείας της ψυχής κι όχι με την στενή έννοια της σημερινής καθημερινότητος η οποία διδάσκει σε πολυδιάστατα επίπεδα, ταυτοχρόνως και τον τρόπο σκέψεως (με ανάπτυξιν τακτικής και στρατηγικής συλλογιστικής), την κοινωνικότητα και τον αλτρουϊσμό σε συνδυασμό με μια διασκεδαστική προσφορά γνώσεων. Αυτές μάλιστα οι γνώσεις προσφέρονται στον νέο άνθρωπο εις στιγμές ψυχο-πνευματικής χαλαρώσεως, ούτως ώστε να καθίστανται εύκολα αφομοιώσεως καθώς καταλυτικά μεσολαβεί και η αρωγή του ελευθέρου χρόνου. Η δε σημασία του χρόνου γίνεται ιδιαιτέρως αντιληπτή και βαρύνουσα αν φέρουμε στην μνήμην μας, όλοι όσοι περάσαμε από τα σχολικά θρανία, πόσες φορές κατά την διάρκεια ενός σχολικού έτους δεν μας ήταν αδύνατη η κατανόησις ενός υψηλού νοήματος, μιάς θεωρίας ή η επίλυσις ενός προβλήματος, που όμως, μετά την επιστροφή μας από τις διακοπές παρατηρούσαμε ότι, ως διά μαγείας είχαμε κατανοήσει. Μεσολάβησε τότε κάποιο θαύμα; Όχι προφανώς, απλώς ο πανδαμάτωρ χρόνος (γι αυτό και οι αρχαίοι μας πρόγονοι τον είχαν Θεοποιήσει ως Κρόνο) έβαλε το «χεράκι» του στην «πέψιν» (κατανόησιν και αφομοίωσιν του μέχρι τότε προβληματισμού μας).
Ας προσγειωθούμε
λοιπόν ανώμαλα κι ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την λέξιν εκπαίδευσις, η οποία
κατέληξε στην ακριβώς αντίθετη έννοια.
Όπως λοιπόν το λέει και η ίδια η λέξις προ της παιδ-ευσεως υπάρχει ο σύνδεσμος
εξ, που ορίζει ότι εκ της παιδείας λαμβάνουμε απλώς κάποια στοιχεία. Το ποιόν
αυτών των στοιχείων ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε μαζι με μια μικρή ιστορική
αναδρομή.
Η σημερινή λοιπόν εκπαίδευσις (και όχι παιδεία) έχει ως
σκοπόν την μετατροπή των ανθρώπων εις
απροσώπους παραγωγικούς μηχανισμούς μέσω της διδαχής τρόπων επαγγελματικής
καταρτίσεως (εις θεωρητικόν πάντοτε επίπεδον). Για να το στοιχειοθετήσουμε αυτό
ας φέρουμε στο μυαλό μας τις λέξεις επιστήμων και επιστάτης. Και οι δύο προέρχονται
από την πρόθεσιν επί και το ρήμα ίσταμαι, σημαίνοντα ότι στέκομαι πάνω σε κάτι,
το οποίον απλώς διαφοροποιείται στην 1η όσον αφορά στο ακαδημαϊκό
υπόβαθρο ενός τίτλου σπουδών ενώ στην 2α στην συσσωρευμένη εμπειρία
εκτελέσεως κάποιου έργου.
Ας δούμε λοιπόν κάποια απλά στοιχεία. Οι αποκαλούμενες
σήμερα «μηχανικές τέχνες» ή σε υψηλότερο νόημα «επικερδείς επιστήμες» παρέμεναν
εκτός συστημικής διδασκαλίας για 2 κυρίως λόγους. 1ον διότι τα
Πανεπιστήμια (στα οποία εδιδάσκοντο κυρίως θεωρητικές επιστήμες) απηυθύνοντο
κυρίως στην μη χειρώνακτα άρχουσα τάξιν των ευγενών και του κλήρου και 2ο
διότι εδιδάσκοντο με πρακτικόν τρόπο μέσω των επαγγελματικών σωματείων δηλαδή
των συντεχνιών οι οποίες ονομάζοντο εσνάφια ή συνάφια. (επί το λαϊκότερον).
Ο κάθε μάστορας λοιπόν (ο ουστάς) επέλεγε ο ίδιος τους
μαθητευομένους του (τα τσιράκια) αλλά το συμβούλιο του εσναφιού ήτο
επιφορτισμένο εκτός της διοικήσεως του, να εξετάζη, να ελέγχη και να πιστοποιή
τις λαμβανόμενες μέσω της εργασίας γνώσεις., ώστε τελικώς να προβιβάση τους
μαθητάς σε εργάτες (καλφάδες) και αργότερα σε μαστόρους με την προοπτική τότε
να λάβουν την άδεια ιδρύσεως δικού τους καταστήματος. (Κάτι όχι εύκολο καθώς η
άδεια ήτο ιδιοκτησία του μαστόρου-επιστάτου και ήτο δυνατόν να κληρονομηθή ή να
πωληθή).
Εν ολίγοις μέχρι το
τέλος της Αναγεννήσεως όλος ο Δυτικός κόσμος αλλά και η Κίνα και η Ινδία
ακολουθούσαν το αρχαιοελληνικό πρότυπον. Όμως 2 χρόνια μετά την έναρξιν της
Γαλλικής επαναστάσεως, το 1791 ο Isaac Le Chapelier (1754-1794) εισήγαγε στην επαναστατική εθνοσυνέλευσιν
ένα νόμο που καταργούσε τις συντεχνίες
με αποτέλεσμα το να εισαχθούν οι μηχανικές τέχνες και οι επικερδείς επιστήμες
στα Πανεπιστήμια και ουσιαστικά έθεσε τον θεμέλιο λίθο στον τάφο της Σωκρατικού
τύπου παιδείας.
Από εκεί και έπειτα την σκυτάλην έλαβον οι Πρώσσοι ευγενείς με προεξάρχοντα τον Johann Gottlieb Fichte (1762-1814) ο οποίος αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ο θεμελιωτής (υπέρμαχος ων) της εφαρμογής του συστήματος της κυβερνητικά ελεγχομένης «δωρεάν» εκπαιδεύσεως (κι όχι παιδείας).
Ως συνήθως οι προβληματισμοί του εν λόγω κυρίου βρήκαν το πλέον γόνιμον έδαφος κατά την διάρκεια μιάς σκοτεινής για την Ευρώπη εποχής, των πολέμων του Ναπολέοντος κατά των Πρώσσων. Έντρομοι τότε οι Πρώσσοι ευγενείς ανεζήτουν έναν αποτελεσματικό τρόπον αναθεμελιώσεως του συστήματος εξουσίας των, ούτως ώστε να μην είναι δυνατοί η αμφισβήτησις και ο κλονισμός της αρχής των στο μέλλον. Η λύσις αυτή εδόθη από την επιβολή (μάλιστα ως εθνική προτεραιότητα) ενός υποχρεωτικού κυβερνητικού συστήματος εκπαιδεύσεως που θα είχε ως στόχο την παρασκευή (κι όχι δημιουργία) πειθαρχημένων μαθητών, εκπαιδευμένων στην τυφλή υπακοή διαταγών άνευ προθέσεως αμφισβητήσεως της εξουσίας. Το εφαρμοσθέν σύστημα απαιτούσε υποχρεωτικήν παρακολούθησι μαθημάτων, ενιαίες εθνικές εκπαιδευτικές διαδικασίες και εξετάσεις για όλους τους μαθητάς και ενιαίο πρόγραμμα σπουδών σε όλα τα επίπεδα αρχίζοντας από το Νηπιαγωγείο. Εντός ολίγων δεκαετίων η αποτελεσματικότης της εφαρμογής του το διέδωσε εις όλα τα Δυτικά κράτη, καθώς πλήθος εκπαιδευτικών εκπροσώπων συνέρρεαν στην Γερμανία με σκοπό τη μελέτη και προσαρμογή της υιοθετήσεώς του εν λόγω μοντέλου σ’ όλες τις χώρες. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται στα περισσότερα κράτη του κόσμου σήμερα, εντεταγμένο στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού ως «Δόγμα επιστημονικής γνώσεως».
Ως συνήθως οι προβληματισμοί του εν λόγω κυρίου βρήκαν το πλέον γόνιμον έδαφος κατά την διάρκεια μιάς σκοτεινής για την Ευρώπη εποχής, των πολέμων του Ναπολέοντος κατά των Πρώσσων. Έντρομοι τότε οι Πρώσσοι ευγενείς ανεζήτουν έναν αποτελεσματικό τρόπον αναθεμελιώσεως του συστήματος εξουσίας των, ούτως ώστε να μην είναι δυνατοί η αμφισβήτησις και ο κλονισμός της αρχής των στο μέλλον. Η λύσις αυτή εδόθη από την επιβολή (μάλιστα ως εθνική προτεραιότητα) ενός υποχρεωτικού κυβερνητικού συστήματος εκπαιδεύσεως που θα είχε ως στόχο την παρασκευή (κι όχι δημιουργία) πειθαρχημένων μαθητών, εκπαιδευμένων στην τυφλή υπακοή διαταγών άνευ προθέσεως αμφισβητήσεως της εξουσίας. Το εφαρμοσθέν σύστημα απαιτούσε υποχρεωτικήν παρακολούθησι μαθημάτων, ενιαίες εθνικές εκπαιδευτικές διαδικασίες και εξετάσεις για όλους τους μαθητάς και ενιαίο πρόγραμμα σπουδών σε όλα τα επίπεδα αρχίζοντας από το Νηπιαγωγείο. Εντός ολίγων δεκαετίων η αποτελεσματικότης της εφαρμογής του το διέδωσε εις όλα τα Δυτικά κράτη, καθώς πλήθος εκπαιδευτικών εκπροσώπων συνέρρεαν στην Γερμανία με σκοπό τη μελέτη και προσαρμογή της υιοθετήσεώς του εν λόγω μοντέλου σ’ όλες τις χώρες. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται στα περισσότερα κράτη του κόσμου σήμερα, εντεταγμένο στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού ως «Δόγμα επιστημονικής γνώσεως».
Καθώς λοιπόν ο
κόσμος βίωνε την βιομηχανική επανάστασιν, η ακόρεστη δίψα των ολιγαρχών
υπαγόρευε την παρασκευή μαζικών αριθμών μερικώς μορφωμένων, εξειδικευμένων
εργατών. Οπότε τα σχολικά συστήματα διεμορφώθησαν με όλα τα χαρακτηριστικά
μονάδων βιομηχανικής παραγωγής, όπου ζώντας στην σημερινή εποχή του HOMO ECONOMICUS, διάφορα δυτικά
κυρίως κράτη συμπεριλαμβάνουν τα διάφορα διάσημα κολλέγια (καλλιεργητήρια) και
πανεπιστήμιά τους στις επικερδέστερες των επιχειρήσεών τους. Και κατά κανόνα οι
μαθηταί όλου του πλανήτου συσσωρεύουν ολοένα και περισσότερες γνώσεις με
αποτέλεσμα να παρατηρείται συχνά το φαινόμενο, σε διαφορά μιάς μόλις γενεάς,
γνώσεις που η μόλις παλαιότερη απέκτησε στα Πανεπιστήμια, η νεώτερη να την
δέχεται στο γυμνασιακό επίπεδο με συνέπεια πολλές φορές να αδυνατή να τις
διαχειρισθή.
Η μοναδική διαφοροποίησις του συστήματος είναι απλώς ο
διαχωρισμός των πρώτων υλών της βιομηχανοποιημένης αυτής διαδικασίας όπου οι
μαθηταί διαχωρίζονται πλέον εις 2 κατηγορίες, στους πλέον δεκτικούς στην απομνημόνευσιν,
υποταγή, αποδοχή των διδασκομένων αρχών, που προορίζονται δια την παροχήν υπηρεσιών
και στους υπολοίπους που προορίζονται δια την απλή κάλυψιν εργατικών θέσεων.
Και όλα αυτά ενώ κατά καιρούς, διάφορες μελέτες έχουν καταδείξει ότι οι
σημερινές γενιές μικρών παιδιών είναι πραγματικά εξαιρετικά εφυή, κάτι που
καθιστά ακόμη θλιβερότερο το γεγονός της πνευματικής τους οπισθοδρομήσεως μετά
την εξέλιξιν της σχολικής τους πορείας.
Εις πλήρην
αντιδιαστολήν του εν λόγω συστήματος, έχουν δημιουργηθή και κάποια σχολεία,
πειραματικής συνήθως υφής, όπως το περίφημο Summerhill στην Αγγλία το 1921, όπου
μακριά από την κακή αισθητική των αστικών περιοχών, εγκατεστημένα σε τοπία
ιδιαιτέρας φυσικής ομορφιάς, τα μαθήματα διδάσκονται εις όποιον χώρο επιθυμούν
(αν επιθυμούν) οι ίδιοι οι μαθηταί, με εισηγητάς μερικές φορές μαθητάς
μεγαλυτέρων τάξεων, συγκροτώντας ομάδες μελέτης στις ποίες εντάσσονται
εθελοντικώς ή μη. Μάλιστα στα εν λόγω σχολεία που λειτουργούν σε 30 χώρες
(φυσικά για παιδιά προνομιούχων οικογενειών) η μεθοδολογία είναι τελείως
διαφορετική της «κλασσικής» εκπαιδεύσεως. Σ’ αυτά, πολλές φορές φορές στις
μικρότερες τάξεις, κάτι που δεν γίνεται φυσικά στις μεγαλύτερες, δεν γίνονται
κάν μαθήματα αλλά οι μικροί μαθηταί απλώς επιλέγουν να παίξουν ή να διδαχθούν
τελείως μη συμβατικά αντικείμενα, όπως τέχνες, βοτανολογία, κηπουρική κ.α.
Η αποτελεσματικότητα του συστήματος φαίνεται από τα
υψηλότατα ποσοστά διακρίσεως των συγκεκριμένων μαθητών στις εισαγωγές στα
ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με άμεσον αντίκτυπο την περαιτέρω ενίσχυσιν των
γραμμών της παγκοσμίου Ελιτ.
Κάπως λοιπόν έτσι,
δυστυχώς, για να προσγειωθούμε στην ζοφερή μερικές φορές πραγματικότητα και για
να κάνουμε την αναγωγή στην νεοελληνική εκπαιδευτική κατάστασι, στα σημερινά
σχολεία της πατρίδος μας, παρατηρείται το αλγεινό φαινόμενο, το αντικείμενο της
μαθήσεως να προσαρμόζεται στο χαμηλότερο επίπεδο των πλέον αδυνάτων μαθητών
αντί να ευρεθή ένας τρόπος ο οποίος να
επιβραβεύη τους ικανοτέρους και ταυτοχρόνως να ενθαρρύνη όλους τους μαθητάς να
αναπτύξουν τα ιδιαίτερα ταλέντα, προσόντα και τις ικανότητές τους. Διότι το
μυστικό δια την παιδεία είναι η πραγματικά διαδραστική, «ερωτική» σχέσις μεταξύ
διδασκάλου – καθηγητού και μαθητού (όπως την αναφέρει ο Πλάτων στον Φαίδρο),
όπου ο καθηγητής με πατρικό κυριολεκτικά ενδιαφέρον ευρίσκεται πάντοτε δίπλα
στον μαθητή, τον ακούει προσεκτικά ως ίσος προς ίσον και τον συμβουλεύει, τον
καθοδηγεί διδάσκοντάς του τον τρόπον του σκέπτεσθαι, καταξιώνοντας την απόλυτη
ομορφιά του ευ-ζην (όπως έλεγε ο Μέγας Αλέξανδρος δια τον Αριστοτέλη).
Καθώς δια να υιοθετήσουμε και τον Λιαντίνη, η δουλειά του
δασκάλου είναι να τεχνουργή ανθρώπους, να αναλώνεται προετοιμάζοντας με έντιμο
τρόπο τα πλάσματα που θα ζήσουν, όχι μόνο στην φύσιν αλλά και μέσα στον πολιτισμό. Έτσι οι άνθρωποι
τους οποίους πλάθει ο δάσκαλος καθ-οδηγητής, αν και αργότερα θα εξασκούν
διάφορα επαγγέλματα ο καθένας, δεν παύουν παρά να αποτελούν αρμονικά κομμάτια
στο υπέροχο ψηφιδωτό της αγοράς μιας πολιτείας. Ο δάσκαλος-καθηγητής λοιπόν,
δεν είναι επάγγελμα ρουτίνας αλλά ο καλλιτέχνης νους, ο επόπτης ο οποίος
φιλοτεχνεί, διαμορφώνει το έργο τέχνης της πολιτείας, δημιουργεί ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
καθώς τους ανυψώνει στο επίπεδο της μοναδικότητος ενός νοήμονος πλάσματος.
Σήμερα όμως η σκόπιμη υποβάθμισις της φύσεως της εργασίας
του διδασκάλου σε δουλεία, στην ταπεινή χειρωναξία της επαναλήψεως έγινε το
μέγα σφάλμα που μετέτρεψε την παιδεία εις εκπαίδευσι. Διότι παιδεία είναι το
ιερόν οικοδόμημα που έχει ως θεμελίους λίθους τις πραγματικές αξίες του
ανθρώπου και τελικώς διαμορφώνει τον τρόπον του σκέπτεσθαι ενώ η εκπαίδευσις
απλώς οδηγεί στην «συντεχνιακή» μόρφωσιν που απλώς διδάσκει ( με αμφισβητούμενα
μάλιστα αξιακά συστήματα) τον τρόπο της καθημερινής επιβιώσεως.
Και τελικώς έχουμε
καταλήξει στην προπαρασκευή μελλοντικών ιδιωτών-υπηκόων του εκάστοτε καθεστώτος
στα σύγχρονα απρόσωπα κράτη, αρνούμενοι να αφήσουμε τα παιδιά μας να βιώσουν
τον ρόλο του να ζήσουν την χαρά της ζωής τους, κατά την διαμόρφωσι του
χαρακτήρος και της προσωπικότητός τους, που θα τους μεταβάλλουν εις αυριανούς
συνειδητοποιημένους πολίτας.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ.
Εἰκόνες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου