Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Βόρειος Ἤπειρος...





Τοῦ ΔΗΜ. ΑΓΓ. ΜΑΡΜΑΡΑ, δικηγόρου

«ἀκόμ’ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες…»


   Μᾶς βρῆκε ἐνωμένους ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἐκεῖνο τὸ ἀξέχαστο φθινόπωρο τοῦ ’40 στὴ Μεγάλη τοῦ Ἔθνους μας προσπάθεια γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Καὶ σκόρπισε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰ ἡ παρουσία τοῦ Στρατοῦ μας ἐκεῖ ἐπάνω (παιδιὰ τῆς ἀθάνατης Ἑλλάδας μας μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὰ μεγάλα ἰδανικὰ) τὴν κρυφὴν ἐλπίδα καὶ γλυκειὰ ἀπαντοχὴ σὲ τόσους σκλάβους ἀδελφοὺς ποῦ χρόνια καὶ χρόνια ζούσανε μὲ τ’ ὄνειρο τοῦ πηγαιμοῦ μας. Καὶ σὰν μᾶς εἶδαν πίστεψαν πῶς ἔκλεισε ὁ κῦκλος τῶν ὡρῶν τῆς μαύρης νύχτας τῆς σκλαβιᾶς, καὶ νἆτες πιὰ ἀπὸ κοντὰ τοῦ Λυτρωμοῦ καὶ τῆς χαρᾶς οἱ ὥρες.

   Πρόχειρες μολυβιὲς ριγμένες σ’ ἕνα σημειωματάριο, ξαναγυρίζουνε στὴ μνήμη μου τοπεῖα ἱερὰ, ὀνόματα, σκηνές, μοῦ ξαναζωντανεύουν, στιγμὴ πρὸς στιγμή, ἕξη μῆνες ἐθνικοῦ, μὰ καὶ βαθειὰ ἀνθρώπινου παλμοῦ, μῆνες ζωῆς γιὰ ὅλους μας ἐντατικῆς, ὥρες, τὶς πιὸ ὡραῖες τῆς ζωῆς μου. Μέτσοβο – Γιάννενα – Καλπάκι – Πωγωνιανή – Κεράσοβο – Λιμπόχοβο - Ἀργυρόκαστρο. Πόλεις καὶ τοπεῖα, ποῦ ἔγραψαν τὸν θρύλλο, ποῦ γίναν μὲ τὴν ὕπαρξή μας ἕνα. 
Ἀργυρόκαστρο. Σὲ εἶδα καὶ σὲ ἔζησα σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμή. Στὶς ὁλοκάθαρες αὐλές σου κάθησα καὶ κουβέντιασα μὲ ἀσπρισμένους γέρους καὶ μὲ βλαστάρια τῆς φυλῆς μας, γιὰ τῆς σκλαβιᾶς τὰ βάσανα, γιὰ κείνους ποὔπερναν τὰ μάτια τους καὶ φεῦγαν γιὰ τὰ ξένα, τὴν βία μὴ ἀντέχοντας, ἔτσι ποῦ ὁ ἐχθρὸς νὰ λέει πῶς εἶνε σήμερα οἱ Ἕλληνες λιγότεροι, γιὰ τὰ σχολεῖα τὰ Ἑλληνικά, ποῦ χρόνια τώρα ἔκλεισαν τὶς πόρτες τους ὁλότελα.

   Τὰ βήματά μου μ’ ἔφεραν ὡς τὸ Νεκροταφεῖο σου κι’ εἶδα τὰ πανάρχαια τὰ μνήματα, μὲ τὶς Ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς στὶς πλάκες τους ἐπάνω. (Πόσες γενειὲς ἑλληνικές, ποῦ σβύσαν μὲ τὴν ἀπαντοχὴ τοῦ λυτρωμοῦ, ποῦ ὅλο ἀργοῦσε νἄρθη…).






   Ἀχιλλέα τοῦ Γρηγόρη, παιδὶ δεκάχρονο μὲ τὰ πανέξυπνα μάτια (δὲν θὰ σοῦ γράψω τὸ ἐπώνυμο, γιατί – ποιὸς ξέρει - ἴσως καὶ παραπέση αὐτὸ τὸ σημείωμα καὶ σὲ χρειάζεται ἡ Μάννα Ἑλλάδα ποῦ ἀγάπησες στὰ παιδικά σου ὄνειρα) σοῦ τ’ ὤταξα κεῖνο τὸ βροχερό, τὸ πένθιμο πρωΐ ποῦ φεύγαμε οἱ νικημένοι νικηταὶ τὴν ὧρα π’οὔκλαιγες καὶ ἔκλαιγα τὰ ἐθνικά μας ὄνειρα ποῦ λέγαμε πῶς πρόσκαιρα ἔσβυναν, σοῦ τ’ ὤταξα πῶς κάποια μέρα θὰ γυρίζαμε. (Ἀλλοίμονο, ἂν τῆς Ἑλλάδας μας ἡ Μοῖρα κι’ ἄλλων ἡ θέληση μᾶς κάμουν ν’ἀθετήσουμε τὸ τάμμα μας…). Νὰ σὲ ξεχάσω, ὅπως καὶ ὅλην ἐκείνη τὴν ποτισμένη μὲ αἶμα Ἑλληνικὴ γωνειά, ὡς τὴν στερνή μου στιγμὴ μοῦ εἶν’ ἀδύνατο. Μ’ οὕδωσες τόση συγκίνηση ὅταν μὲ σφιχταγκάλιασες, σὰν ἀνέβαινα ἀπὸ τοὺς στρατῶνες πρὸς τὴν πόλη περνῶντας ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ σπιτιοῦ σας, καὶ μοῦπες τὸ «καλῶς ἦρθες»! Κι’ ὅταν μετὰ ποῦ γνωριστήκαμε μοῦ διηγόσουν μὲ τὰ Ἑλληνικά σου ποῦ εἶχαν ξένη προφορὰ (πόση προσπάθεια νὰ μὴν τὰ λαθέψης!) τὸ πῶς ἡ μάννα σου τὶς νύχτες ἐμάζευε κρυφὰ τὰ Ἑλληνόπουλα τῆς γειτονιᾶς γιὰ νὰ σᾶς μαθαίνῃ τὴ γλῶσσα ποῦ τῆς ἔμαθε κι’ ἡ μάννα ἐκείνης ( ἦταν ἔγκλημα νὰ ἔχουν πιὰ σχολεῖα οἱ Ἑλληνικὲς Κοινότητες!) πῶς ν’ἄξερες ποῦ μ’ἔκανες νὰ ζῶ σελίδες τῆς Ἱστορίας τῆς Φυλῆς μας. 

   Φοβοῦμαι, Ἀχιλλέα, πῶς δὲν θὰ κρατήσουμε τὸ λόγο μας. Λένε πῶς εἶνε ἐπουσιῶδες ζήτημα τὸ νὰ θέλουμε νὰ κρατήσουμε τὴν ὑπόσχεση ποῦ δώσαμε σὲ ὅλους σας. Ἔτσι τὸ λένε. Τόσες ἐλπίδες αἰώνων, δικές σας καὶ δικές μας, δὲν ἦταν τίποτε! Τόσα κορμιὰ καὶ τόσο αἷμα π’ἀφίσαμε γιὰ συντροφιά σας στὴ σκλαβιὰ -ἐγγύηση πῶς θὰ γυρίζαμε κάποιαν αὐγὴ- «ζήταμα δευτερεύον» λέει… Μὰ ὅσοι ζήσαμε τὴ χαρά σας καὶ τὸ Δρᾶμα σας, καὶ ξέρουμε καὶ τὴν κρυφὴ λαχτάρα σας, ἐλπίζουμε ἀκόμη. Δὲν θέλουμε οὔτε στὸν ἑαυτό μας νὰ ὁμολογήσουμε πῶς σ’ ὅλον τὸν πλανήτη βασίλεψε ἡ ἀδικία. Καὶ περιμένουμε τὸ φῶς, τὸ λυτρωμό σας…


ΔΗΜ. ΑΓΓ. ΜΑΡΜΑΡΑΣ
ΕΥΒΟΪΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ
Ἔτος 1ον, Ἀρ. Φύλλου 23, Χαλκίς. 2 Νοεμβρίου 1946
Γ.Α.Κ., Ἀρχεῖα Ν. Εὐβοῖας.






Ἐπιμέλεια κειμένου & φωτογραφιῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου