Ἂβδηρα, ἡ κρήνη τοῦ χωριοῦ
Ὁ Γεώργιος Λαμπάκης γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα στὶς 18 Φεβρουαρίου τοῦ 1854. Μεγάλωσε φτωχικὰ καὶ σὲ κλίμα βαθιᾶς θρησκευτικότητας. Σπούδασε θεολογία στὴν Ἀθήνα καὶ χριστιανικὴ ἀρχαιολογία στὸ Μόναχο, τὴ Λειψία, τὸ Βερολίνο καὶ τὸ Ἐρλᾶνγκεν, ὅπου καὶ ἀναγορεύτηκε διδάκτωρ.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴ Γερμανία ἐκδήλωσε ἔντονο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ μελέτη καὶ τὴ διάσωση τῶν χριστιανικῶν μνημείων καὶ τὴν προαγωγὴ τῶν σπουδῶν τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας. Μὲ μἰα ὁμάδα λογίων τῆς ἐποχῆς, ἴδρυσε τὴ Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογικὴ Ἐταιρεία (ΧΑΕ), τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1884.. Σκοπός της ἦταν ἡ διάσωση τῶν μνημείων τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητας, ἡ συλλογὴ ἀντικειμένων καὶ ἡ σύσταση Μουσείου Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας.
Διδυμότειχο, ἐξωτερική πύλη τοῦ τείχους τῆς πόλης
Στὸ ἔργο του βρῆκε ἀρωγοὺς καὶ συμμάχους τὴ βασίλισσα Ὄλγα, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε γραμματέας ἀπὸ τὸ 1885, καὶ τὴν Ἐκκλησία. Διαφοροποιήθηκε ὅμως καὶ κράτησε ἀποστάσεις ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα τῆς ἐποχῆς του, καθὼς τὸ ἔργο του ἀποτελοῦσε ἔκφραση ἑνὸς πληθωρικοῦ ρομαντισμοῦ, χωρὶς νὰ συνοδεύεται ἀπὸ αὐστηρὴ ἐπιστημονικὴ πειθαρχία.
Ἔτσι, ὅταν τὸ 1912 ἰδρύθηκε ἡ ἔδρα Βυζαντινῆς Τέχνης στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ἡ ἀνάγκη γιὰ ἀμιγῶς ἐπιστημονικὴ μελέτη τοῦ Βυζαντίου ὑποσκέλισε τὴ Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογία τοῦ Γ. Λαμπάκη, καὶ ὁ ἴδιος δὲν κατέλαβε τὴ θέση αὐτή, ἂν καὶ διακαῶς τὴν ἐπιθυμοῦσε. Πέθανε δύο χρόνια ἀργότερα, στὶς 15 Μαρτίου 1914.
Κατὰ τὴν περίοδο 1891-1908 ὁ Γ. Λαμπάκης πραγματοποίησε σειρὰ περιηγήσεων στὴν Ἑλλάδα καθὼς καὶ σὲ ἂλλα κέντρα τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ κόσμου. Τὰ ταξίδια αὐτά, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα σχετίζονταν μὲ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς βασίλισσας Ὄλγας, τοῦ ἔδωσαν τὴ δυνατότητα νὰ δῇ, νὰ καταγράψῃ καὶ νὰ φωτογραφήσῃ σημαντικὰ χριστιανικὰ μνημεῖα, ἀλλὰ καὶ νὰ περισυλλέξῃ ἀντικείμενα γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ Μουσείου τῆς ΧΑΕ.
ΠΑΤΜΟΣ
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς προορισμοὺς τῶν περιοδειῶν του ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ Βέροια τὸ 1901, ἡ Μακεδονία, ἡ Θράκη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη τὸ 1902, οἱ Κυκλᾶδες τὸ 1904, οἱ Ἅγιοι Τόποι τὸ 1905, ἡ Μικρὰ Ἀσία τὸ 1906-1907. Ταξίδευε συνήθως κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες καὶ συνοδοιπόρος του ἦταν ἀπὸ τὸ 1905 καὶ ἡ σύζυγός του Εὐθαλία.
Τὶς ταξιδιωτικὲς του ἐμπειρίες καὶ ἐντυπώσεις, τὴν περιγραφὴ τῶν μνημείων ποὺ ἐπισκεπτόταν, καθῶς καὶ τὶς ἐπιστημονικὲς παρατηρήσεις του δημοσίευε στὸ «Δελτίο» τῆς ΧΑΕ, τὸ ὁποῖο ἐξέδιδε σχεδὸν μόνος ἀπὸ τὸ 1892 ἔως τὸ 1910. Περιγράφοντας τὶς περιηγήσεις του στὴν Ἑλλάδα τὸ 1892 ἀναφέρει:
«Ὥς τις μύρμηξ ζητῶν κόκκον, οὕτως ἀνὰ πάσας τὰς διευθύνσεις τοῦ ὁρίζοντος περιφερόμεθα, καὶ πανταχοῦ τρέχομεν, ὅπως ἔστω καὶ τμῆμα κόκκου τῆς ἐπιστήμης εἰς τὸ Μουσεῖον ἡμῶν εἰσενέγκωμεν. Καὶ τί μὲν ὑφιστάμεθα ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς ἐρήμους τρέχοντες, φόρτον τὴν φωτογραφικὴν μηχανὴν ἡμῶν καὶ τὴν τροφὴν ἡμῶν περιφέροντες, οὔτε λέγεται οὔτε εὐκόλως περιγράφεται…» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου