Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Τὰ κλειδιὰ τοῦ Μεσολογγίου κρέμονται στὰ κανόνια του…



      «Ἐγὼ θ΄ἀποθάνω ἐδῶ!» πρόφερε ὁ Μαυροκορδάτος 

     «Καὶ ἐγὼ!» ἀνεφώνησε ὁ Μπότσαρης, καὶ τὰ λόγια αὐτὰ λέει ὁ Τρικούπης «χρησίμευσαν ὡς θεμέλιος λίθος τῆς ἐν Μεσολογγίῳ ἐγκαρτερήσεως». 

     Πράγματι, ἡ ἀπόφαση τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη νὰ μείνουν καὶ νὰ ὑπερασπίσουν τὸ Μεσολόγγι, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν γενναίων πράξεων. Ἡ πόλη ὀχυρώνεται καὶ, κάτω ἀπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Μαυροκορδάτου, τὰ Σουλιωτικὰ παραγγέλματα τῶν Τζαβελλαίων καὶ τῶν Μποτσαραίων, καὶ μὲ ἀνεξάντλητη τὴ συνδρομὴ τῶν ἐντόπιων Μεσολογγιτῶν, ἀμύνεται ἡρωϊκῶς κατὰ τῶν τριῶν πασάδων ποὺ τὴν πολιορκοῦν ἀπὸ ξηρᾶς καὶ ἀπὸ θαλάσσης. Ἀλλὰ ἡ τύχη τοῦ Μεσολογγίου δὲν ἀφήνει ἀδιάφορους τοὺς ἄλλους Ἕλληνες. Τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο φτάνουν στρατεύματα ἀπὸ τὴ Ρούμελη καὶ τὸ Μωριᾶ. Καὶ ὅταν συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ ὁ Μακρῆς καὶ ὁ Τσόγκας, ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Δεληγιάννης, ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Πετρόμπεης, ἡ φρουρὰ τοῦ Μεσολογγίου ἔστειλε στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη ποὺ ζητοῦσε τὴν παράδοση τῆς πόλεως τὴν περήφανη ἐκείνη ἀπάντηση τοῦ Λεωνίδα, ἐπαναλαμβανόμενη ὕστερα ἀπὸ 23 αἰῶνες ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Μπότσαρη: «Ἂν θέλεις τὸ Μεσολόγγι, ἔλα νὰ τὸ πάρῃς»! 

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Ἡ ὀχύρωση τῶν Βορείων Συνόρων 1936-1940...


 
 


Ἑλληνικὰ χέρια, ἑλληνικὰ λεφτὰ κι ἑλληνικὴ τεχνογνωσία 
κατασκεύασαν ἕνα μέγιστο τεχνικὸ ἔργο 



Τοῦ Θ. Π. ΤΑΣΙΟΥ*
 
    1. Τώρα ποὺ προωθοῦνται (ἢ συνωθοῦνται) τὰ Μεγάλα Τεχνικὰ Ἔργα. Τώρα ποὺ τὰ ἒργα Πολιτικοῦ Μηχανικοῦ (μαζὺ μὲ τὰ οἰκοδομικά) ἀναγνωρίσθηκαν ὡς ἡ μεγαλύτερη Βιομηχανία τῆς Χώρας. Τώρα ποὺ ὁ ἐθνικός κομφουζιονισμός ἀμβλύνεται καὶ ἐπιτρέπει τὴν ὑπέρβαση τῆς φαρισαϊκῆς ἐξίσωσης «ἐργολάβος ἲσον ἀπατεῶν». Τώρα εἶναι (ἐπιτέλους) καιρὸς ν' ἀναμνησθοῦμε ὅτι ἑλληνικὰ χέρια, ἑλληνικὰ λεφτά, ἑλληνικὴ διευθυντικὴ ὀργάνωση κι ἑλληνικὴ τεχνογνωσία, κατασκεύασαν ἕνα μέγιστο τεχνικὸ ἔργο: Τὴν ὀχύρωση τῶν Βορείων Συνόρων τῆς Χώρας, κατασκευασμένη ἀπ' τὸν Ἑλληνικό Στρατὸ κι ἀπ' τοὺς Ἕλληνες Μηχανικούς.

     Στὴ συνοριακὴ γραμμὴ Ἑλλάδας - Βουλγαρίας, κατασκευάσθηκαν 21 Ὀχυρά (μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ Παπαδοπούλα, τὸ Ἰστίμπεη, τὸ Ἀρπαλούκι, τὸ Ροῦπελ, τὸ Περιθώρι, τὸ Πυραμιδοειδές κ.ἄ.). Τὸ καθένα τους ἦταν ἕνα περίκλειστο ἔργο ἰκανὸ νὰ ἀμυνθῇ πρὸς κάθε κατεύθυνση, μὲ ἐπιφανειακὰ ἔργα βολῆς (πυροβόλων, ὅλμων, βομβιδοβόλων, πολυβόλων κλπ.) καὶ μὲ ποικίλα ἄλλα ὑπόγεια ἔργα ἐγκαταστάσεων ὑποστήριξης (διοικητήριο, θάλαμοι, διαβιβάσεις, μαγειρεῖα, ἀποθῆκες κάθε εἴδους, δεξαμενές, νοσοκομεῖο, συστήματα ἀερισμοῦ καὶ φωτισμοῦ, ἀποχετεύσεις κλπ.). Ἀνάμεσα σὲ κάθε Ὀχυρὸ πρὸς τὰ γειτονικά του καὶ πρὸς τὴ μεθόριο, εἶχαν κατασκευασθῇ ἔργα ἐκστρατείας καὶ θέσεις μάχης γιὰ τὴν ἐπιβράδυνση τοῦ ἐχθροῦ, μαζὺ μὲ ἰσχυρὰ ἀντιαρματικὰ κωλύματα, ὁδικό δίκτυο κλπ.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΣ (Η μεγάλη πνευματική διαμάχη)



Γράφει ὁ Γιώργος-Μίλων Παπαφιλίππου

    Επιστρέφοντας στις πραγματικές ρίζες μας, πρέπει να αναθεωρήσουμε κάποια στοιχεία που έχουμε ως πνευματική παρακαταθήκη και να ξεκαθαρίσουμε κάποιες σκέψεις μας, οι οποίες αφορούν στον πραγματικό σκοπό κατά την διάρκεια του βίου Μας και στις αλήθειες που κρύβονται μέσα στο νόημά του.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Τὰ πρῶτα Ἑλληνικὰ Σώματα ποὺ ἔδρασαν στὸν Βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν...



ομάς Γκώνου



      Τὸ 1903 στὸ βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν δροῦσαν ἤδη τὰ μικρὰ σώματα τοῦ καπετὰν Τζόλα Περήφανου, τοῦ Θεοχάρη Κούγκα, τοῦ καπετὰν Γκόνου, τοῦ Γκρέκου ἢ Νικοτσάρα. 
Ὁ Θεοχάρης Κούγκας ἐργαζόταν ὡς ζωέμπορος καὶ μετέφερε ζῶα ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα στὴν Μακεδονία. Στὴν Λάρισα τοῦ ἀνατέθηκε ὑπὸ τοῦ τότε Μακεδονομάχου Δημάρχου Πετρωτοῦ Νικολάου νὰ μεταφέρῃ πολεμικὸ ὑλικὸ κρυφὰ μέσα σὲ κοφίνια μὲ λεμόνια ποὺ τὰ παρέλαβε ἀπὸ τὸ Δερλὶ Λάρισας καὶ τὰ μετέφερε στὸ Κλειδὶ Ἠμαθίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διοχετεύονταν σὲ ὁλόκληρη τὴ Μακεδονία γιὰ τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Ὕψωμα Ἑλλάδα...



Γράφει ὁ simple man


    Πάλι θα χάσουμε. Το προαίσθημα της ήττας είναι το πρώτο που έρχεται πριν η ίδια η ήττα μπει θριαμβεύτρια στην αλωμένη πόλη. Δεν έχει σημασία που δεν κουβαλήσαμε όπλο και δεν ακούσαμε ήχο σφαίρας να περνάει δίπλα από το κεφάλι μας, εμείς πολεμήσαμε.
Δεν έχει καμία σημασία που δεν θα γραφούν ένδοξες ιστορίες για μας τους Έλληνες της πρώτης και δεύτερης 10ετίας του 21ου αιώνα. Δεν έχει σημασία που δεν έχουμε εμφανή ίχνη καταπόνησης στο κορμί μας, ούτε που δεν τραγουδούμε θούριους όλοι μαζί πριν την κάθε μάχη, εμείς πολεμήσαμε.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Ἡ στρατηγικὴ θέση τοῦ βάλτου τῶν Γιαννιτσῶν τὴν περίοδο τοῦ Μ. Ἀ.





       Οἱ Βούλγαροι μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Ἴλιντεν, τὸ 1903, καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὰ τουρκικὰ ἀποσπάσματα βρῆκαν καταφύγιο στὸ βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν. Ὁ Βάλτος αὐτός ἦταν μία ἀβαθῆς λίμνη, ποὺ ἐκτεινόταν περίπου στὸ χῶρο μεταξύ Γιαννιτσῶν – Κρύας Βρύσης – Ἁγίας Μαρίνης – Νησίου – Ν. Μοναστηρίου καὶ Παραλίμνης, καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὴ θάλασσα μέσω τοῦ Λουδία ποταμοῦ.  Αὐτός ποὺ κυριαρχοῦσε στὸν χῶρο τοῦ Βάλτου, μποροῦσε νὰ ἐλέγχει τὶς δύο ἀρτηρίες Θεσσαλονίκης – Βέροιας καὶ Θεσσαλονίκης – Ἐδέσσης, καθῶς καὶ τὰ γύρω χωριά.  Ἡ ἀπέραντη αὐτὴ ἑλώδης ἔκταση καλυπτόταν ἀπὸ πυκνὴ βλάστηση ὑδροχαρῶν φυτῶν καὶ ἰτιῶν, τὰ ὁποῖα ἔκαναν τὸν βάλτο ἀδιαπέραστο. Σύννεφα ἀπὸ κουνούπια σκέπαζαν ὅλη ἐκείνη τὴν ἔκταση, τὰ νερὰ ἦταν γεμάτα βδέλλες καὶ ἡ ὑγρασία σάπιζε τὰ πάντα.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Ερευνώντας τον ποντιακό χορό...






Η πρώτη αναφορά στους ποντιακούς χορούς γίνεται από τον Ξενοφώντα στην «Κάθοδο των Μυρίων» (5ος αι. π.Χ.), όπου περιγράφεται ο χορός των μαχαιριών...



     Ο πολιτισμός στον οποίο εντάσσεται και ο χορός δεν είναι μια στατική έννοια. Είναι το σύνολο του τρόπου ζωής ενός λαού. Οσον αφορά το λαϊκό χορό, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε επικοινωνιακό κώδικα που όχι απλά ψυχαγωγεί, αλλά επιπλέον συνέχει τα μέλη της κοινότητας και μεταφερόμενος από γενιά σε γενιά λαμβάνει παραδοσιακό χαρακτήρα. 
Μελετώντας κανείς τις προσπάθειες των ανθρώπων να ορίσουν την έννοια του χορού, συνειδητοποιεί ότι είναι τόσο μεγάλη η γοητεία που ασκεί το χορευτικό φαινόμενο στους λαούς ώστε θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο γύρω από τον ορισμό και την επεξήγηση αυτού του τόσο σπουδαίου πολιτιστικού προϊόντος.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Τὸ γεφύρι τῆς Κόνιτσας...






   «Konitsa! Konitsa! Konitsa!...» ἦταν τὸ ἐπιφώνημα ποὺ σημάδεψε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ φωτογραφικὰ ὁδοιπορικά τοῦ περασμένου αἰῶνος στὴν ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα: τοῦ Φρὲντ Μπουασονᾶ καὶ τοῦ συνοδοιπόρου του Ντανιὲλ Μπόντ-Μποβί, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1913.

   Ἡ Κόνιτσα γιὰ τοὺς δύο Ἐλβετοὺς φιλέλληνες δὲν ἦταν μόνο «ἡ πιὸ ὄμορφη χωρὶς ἀμφιβολία τῶν πόλεων τῆς Ἠπείρου», ὅπως τὴν περιγράφουν, ἀλλὰ καὶ ἡ... Ἰθάκη τους, στὴν πιὸ περιπετειώδη φωτογραφικὴ –πρώτη ἐπίσημη μὲ ἀνάθεση τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης– ἀποστολή τους στὴν Ἑλλάδα, λίγους μῆνες μετὰ τὴ λήξη τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων.