Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Πρωτοχρονιὰ στὸ Μέτωπο...





Ἐφημερίς Βραδυνή, Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 1940
ΒΟΡΕΙΟΣ ΤΟΜΕΥΣ, τέλη Δεκεμβρίου. (Τοῦ πολεμικοῦ ἀνταποκριτοῦ μας κ. Κώστα Ἀθανάτου).

   - Πόση διαφορά στὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων καὶ τῶν ἐθνῶν ἀπὸ χρονιὰ σὲ χρονιά…Εἶνε βράδυ ποὺ σᾶς γράφω, ἕνα βράδυ ριγηλό -ἡ ψύχρα μᾶς περονιάζει ὥς τὸ κόκκαλο – πλάι σ’ ἀναμμένα κούτσουρα ποὺ τρίζουν ρίχνοντας τὶς κόκκινες ἀνταύγειες τῆς φωτιᾶς τους στὸ παγερὸ ἄσπρο στρωσίδι τοῦ χιονιοῦ. Μακρυὰ πολύ, ψηλά πολύ, ἀπάνω στὰ δίχως ὄνομα βουνά. Ἕνα ἀπὸ τὰ ὕστερα βράδυα ποὺ τὸ 1940 μᾶς ἀποχαιρετάει μαζεύοντας τὰ μπαγκάζια του. …[…]…

   Ὁ γέρω Ἅη Βασίλης τοῦ θρύλου φορεῖ ἐφέτος χακί, κυλόττες καὶ μπόττες καὶ προελαύνει ἀντὶ νὰ ὁδοιπορεῖ ἁπλῶς. (Πόσους καὶ πόσους ἔτυχε νὰ συναντήσω ἀσπρομάλληδες πολεμιστὲς στὸν δρόμο μου). Μὲ τὸ ντουφέκι στὸ χέρι, καὶ στὸν ὥμο τὸν γυλιό, ἐπιστρατευμένος, πρέπει νὰ κοπιάσῃ ἐξαιρετικὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀνακαλύψῃ στὰ καινούργια λημέρια μας. Ἀντὶ γιὰ δέντρο ἐορτάσιμο μὲ πολύχρωμα ἡλεκτρικὰ λαμπιόνια στὴ ζεστοκοπημένη σάλα του σπιτιοῦ μας μὲ τὰ παχειὰ χαλιὰ καὶ τ’ ἀθῷα γέλια τῶν παιδιῶν γύρω ἀπὸ τὰ διασκεδαστικὰ παιχνιδάκια τους, ἔχουμε μπροστά μας τὰ φυσικὰ γιγάντια ἔλατα τῶν ὀροσειρῶν στολισμένα μὲ τὸ ἀτόφιο ἀφράτο χιόνι βαρειὰ ἀκουμπισμένο στὸ κάθε τους πλατὺ κλαρί. Οἱ σχηματισμένοι κρεμαστοὶ σταλακτίτες λάμπουν στὴν ἐπαφή τους μὲ τὶς ἀκτῖνες τοῦ φεγγαριοῦ σὰν πούλιες. Κι ἀντὶ γιὰ κρότους ἀπὸ ροκάνες, βουϊζει τὸ κανόνι στὴ γεμάτη ἀλήθεια καὶ δύναμι κάθε μια του ἀντήχησι. …[…]…

   Κυτταζόμαστε στὴ μορφὴ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο καὶ δὲν νοιώθουμε παρὰ παλμοὺς ἀλληλεγγύης ὅλοι μας.Δὲν ἀποτελοῦμε στὸ στρατόπεδο παρὰ μιὰ ἀπέραντη φιλικὴ κοινότητα. Ἐχθρὸς γιὰ κανένα μας δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ κοινὸς ἐχθρὸς ὅλων μας. Ἀπέναντί του παρατασσόμεθα σὰν ἕνα σῶμα καὶ μιὰ ψυχή. Μᾶς ἐνώνουν σφιχτὰ ἀγκαλιασμένους ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἔτσι μονάχα προχωροῦν πρὸς τὸ πεπρωμένο τους οἱ Λαοί. Μὲ τὴν αὐτοθυσία… παλληκαρίσια στὸν ἱερὸ βωμό. …[…]…

   Ὁ νέος χρόνος μᾶς ἔρχεται κατάφορτος ἀπὸ τὰ δῶρα του. Ὡπλισμένοι, ξαγρυπνοῦμε στὸ χιόνι γιὰ τὴν ὑποδοχή του. Τοῦ τραγουδᾶμε τὰ κάλανδα· ἄκου στὴ βραδυνὴ ἡσυχία τοῦ βουνοῦ πῶς ξεχωρίζει ἡ βραχνὴ φωνὴ τῶν φαντάρων, ποὔχουν στήσει τὸ ἡρωικό τους γλέντι σὲ κάποια σκηνή:

«κι’ ἄν πεθάνω μέσ’ στὴ μάχη…»

Εἶναι ἡ στερεότυπη ἐπωδὸς τῆς περιφρονήσεως πρὸς τὴν ζωή, τῆς τόλμης, ἡ ἐγγύησις γιὰ τὴν ἀπόκτησι μιᾶς ζωῆς καλλίτερης ἀπὸ τὴ χθεσινή. Μονάχα ὅποιος δὲν δειλιάζει γιὰ τὴ ζωή του μπορεῖ νὰ τὴν κερδίσῃ ἀνυψωμένη στ’ ἀνώτερο ἐπίπεδο.

  Ὁ καινούργιος χρόνος ποὺ ζυγώνει περισσότερο βουτῶντας στὰ χιόνια ὥς τὸ γόνατο, θὰ μᾶς βρῇ ἐφέτος ἀλλοιώτικους, ὅπως βρίσκουμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἴδιο τὸν ἐαυτό μας. Θὰ τρίψῃ τὰ μάτια του ἀπὸ εὐχάριστη κατάπληξι στὴν ἀρχή, μὴ πιστεύοντας σ’ ὅ,τι βλέπει, καὶ κατόπιν θὰ πέσῃ ἀπάνω μας νὰ μᾶς φιλήσῃ σταυρωτὰ στὰ μάγουλα καὶ θὰ κάτσῃ διπλοπόδι στὴν ἀναμμένη φωτιά μας νὰ ζεσταθῇ καὶ νὰ εὐφραίνεται, ἀκούοντας τὸ βαρὺ κανόνι, ποὺ σὲ κάθε γδοῦπο του θὰ τοῦ ἐξηγῇ τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί…

ΚΩΣΤΑΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ


Προέλευση ἐφημερίδος:
Βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου