Κοίταζε τὸν ὀρίζοντα ὁ Ἕλληνας· καὶ δὲν ἔβλεπε τὴν ἀπόσταση, οὔτε τὶς θάλασσες ποὺ ἔπρεπε νὰ διασχίσῃ. Ἔβλεπε τὰ εὔφορα τὰ χώματα καὶ τὶς πόλεις ποὺ θὰ ἔστηνε μὲ τὰ χέρια του. Καὶ ἦταν καὶ ὁ χρησμὸς τῆς Πυθίας ποὺ τοῦ ἔδινε ἀέρα στὰ πανιά του, γιατὶ καὶ οἱ Θεοὶ στὸ πλευρό του ἦταν, καὶ τὸν συντρόφευαν.
Καὶ ἡ φλόγα ἀπὸ τὸ Πρυτανεῖο τῆς Μητέρας-Πόλης, φώτιζε τὸν δρόμο τους καὶ στέριωνε τὶς πόλεις τους, ποὺ οἱ περισσότερες μέχρι σήμερα διατηροῦν τὰ ἑλληνικὰ τους ὀνόματα καὶ τιμοῦν τοὺς ἰδρυτές τους, τοὺς Ἕλληνες…