Ἀπὸ τὸν
Επιτέλους ήρθε το τέλος. Το μισοπνιγμένο μας κορμί βούλιαξε μια και καλή. Νιώσαμε την άμμο στις πατούσες μας και το φως μπαίνει πλέον στα μάτια μας μέσα από κυβικά αλμυρού νερού. Πολλή η αλμύρα των δακρύων μας που γέμισαν τις θάλασσες μας. Κολυμπάμε πλέον στα δάκρυα μας. Γιατί, ω Έλληνα, δάκρυσες πολύ.
Ήρθε λοιπόν η ώρα τώρα που πατάς τον πάτο της θάλασσας (το μοναδικό στέρεο έδαφος εδώ και δεκαετίες) και να μην ψάξεις καμία σανίδα σωτηρίας να σε περιμένει στην επιφάνεια. Οι σανίδες βγήκαν και αυτές στο παζάρι των εχθρών σου, αυτών που σε πέταξαν στην θάλασσα όταν βάραινες το πλοίο. Σε πέταξαν ως περιττό, αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ.
Σταμάτα λοιπόν να πνίγεσαι και βάλε το μυαλό σου να δουλέψει. 50 χρόνια το είχες στην ναφθαλίνη. Μην ζητάς τώρα να βρεις τον αίτιο και τον φταίχτη. Προτεραιότητα έχει να μην πνιγείς. Προτεραιότητα έχει να μην ξεχάσεις το επαναλαμβανόμενο λάθος σου: Να επενδύεις σε θρασύδειλους.
Σταμάτα λοιπόν να πνίγεσαι και βάλε το μυαλό σου να δουλέψει. 50 χρόνια το είχες στην ναφθαλίνη. Μην ζητάς τώρα να βρεις τον αίτιο και τον φταίχτη. Προτεραιότητα έχει να μην πνιγείς. Προτεραιότητα έχει να μην ξεχάσεις το επαναλαμβανόμενο λάθος σου: Να επενδύεις σε θρασύδειλους.