Ἡ λέξις «παράσιτος» δὲν ἦταν λέξη ἀτιμωτική. Ἀρχικὰ δήλωνε τοὺς βοηθοὺς ἢ τοὺς κατώτερους ὑπαλλήλους τῶν ἱερέων. Τὸ ἔργο τους ἦταν νὰ συλλέγουν τὸν σῖτον ἀπὸ τοὺς μισθωτὲς τῶν κτημάτων τοῦ ναοῦ, νὰ βοηθοῦν στὶς θυσίες καὶ νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὶς προετοιμασίες τῶν ἐορτῶν. Ἡ ἐργασία τους ἦταν ὀχληρὴ καὶ ὅλοι οἱ πολῖτες προσπαθοῦσαν νὰ τὴν ἀποφύγουν.
Γιὰ τὸν λόγον αὐτόν ἔγινε νόμος ποὺ ὑποχρέωνε τὸν πολίτην νὰ ἐκλέγεται καὶ νὰ δέχεται τὴν συγκεκριμένην ὑπηρεσίαν. Μετὰ τὸ πέρας ὅμως τῆς θητείας του ὡς παράσιτος, ἀπαλλασσόταν στὸ μέλλον ἀπὸ μία δεύτερη τέτοια ὑπηρεσία.
Ἐπίσης παράσιτοι ἐκαλοῦντο καὶ οἱ ἔκτακτοι ἐκεῖνοι ὑπάλληλοι, οἱ βοηθοὶ τῶν ἀρχόντων, ἕνα εἶδος ἐκτάκτων ὑπαλλήλων ὅπως τῶν δικῶν μας Ὑπουργείων. Ὅπως οἱ ἄρχοντες τρέφονταν δημοσίᾳ δαπάνῃ, ἔτσι καὶ οἱ βοηθοί τους ἐλάμβαναν τὴν τροφή τους ἀπὸ τὸ ἴδιο δημόσιο τραπέζι τῶν ἀρχόντων ὡς παράσιτοι τῶν ἀρχόντων ἢ μᾶλλον παράσιτοι τοῦ δημοσίου ταμείου.
Ἀλλὰ ἡ λέξις αὐτὴ ποὺ σήμαινε εἶδος ὑποδιακόνων ἢ ἐκτάκτων ὑπαλλήλων, ἀπόκτησε καὶ ἄλλην σημασίαν κατόπιν. Δήλωνε ἐπίσης ὅλους ἐκείνους τοὺς πειναλέους καὶ λαίμαργους ἀνθρώπους ποὺ ἀκάλεστοι ἐμφανίζονταν στὰ τραπέζια τῶν πλουσίων ποὺ γιὰ ἀντὰλαγμα τῆς τροφῆς ποὺ τοὺς παρεῖχαν δωρεάν, προκαλοῦσαν τὸν γέλωτα προσποιούμενοι τὸν ἡλίθιον ἢ ἀνεχόμενοι τὴν χλεύη τῶν ἀνθρώπων. Γελωτοποιοὶ δῆλα δή.
Μάλιστα, ἐπὶ τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδονίας Φιλίππου, ἡ Ἀθήνα εἶχε τὸση ἀφθονία γελωτοποιῶν, ὥστε στὸ ναὸ τοῦ Ἡρακλέους εἶχε γείνῃ ἑταιρία γελωτοποιῶν τῶν 60. Σὲ αὐτοὺς εἶχε στείλει ὁ Φίλιππος ἕνα τάλαντον μὲ τὴν συμφωνίαν νὰ καταγράφουν τὰ ἀστεῖα τους.
Κατόπιν ὄμως ἐξελίχθηκε τὸ ἐπάγγελμα καὶ οἱ παράσιτοι ἄλλαξαν πολιτικὴν καὶ ἀπὸ γελωτοποιοὶ ἔγιναν κόλακες:
«Ἄλλοτε εἰς παλαιοτέρους χρόνους ἐμποροῦσες κἄτι νὰ κατορθώσῃς προσποιούμενος τὸν βλάκα καὶ δεχόμενος τὰ πάντα ἀκόμη καὶ ῥαβδισμούς. Τώρα ὄμως πιάνομεν τὰ πουλιὰ κατ΄ ἄλλην μέθοδον. Εἶναι εἶδος ἀνθρώπων οἱ ὅποῖοι σώνει καὶ καλὰ θέλουν νὰ εἶναι πρῶτοι καὶ ἐν τοῦτοις δὲν τὸ κατορθώνουν. Πρὸς τοιούτους ἀνθρώπους ἐγὼ καταφεύγω, ὄχι διὰ νὰ μὲ γελῶσιν. Αὐτοὺς ἴσα ἴσα γελῶ ἐγὼ, θαυμάζων τὰ ψυχικά των χαρίσματα. Ὅ,τι μὲ λέγουν τὸ ἐπαινῶ. Καὶ ἂν ἔπειτα λέγουν τὸ ἐναντίον, καὶ τοῦτο ἐγὼ ὡσαύτως τὸ ἐπαινῶ. Καὶ ἂν αὐτοὶ ἀρνοῦνται τι, καὶ ἐγὼ εὐθὺς λέγω ὄχι. Μὲ ἕναν λόγον, τοὺς δικαιόνω εἰς ὅλα καὶ ἐγὼ περνῶ ἐξαίρετα.»
Ἀργότερα πάλι ἦταν ἒνδειξη μεγαλείου νὰ ἒχῃ κάποιος παρασίτους.
«Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος, καὶ Κροῖσος ἐὰν εἶναι, εἶναι πτωχός, ὅταν τρώγῃ μόνος καὶ φαίνεται ὡς ἐπαίτης, ὅταν ἐξέρχεται χωρὶς παρασίτους. Διότι ὄπως ὁ στρατιώτης χάνει χωρὶς ὅπλα, ὁ ἴππος χωρὶς ἐφιππίου, οὔτω καὶ ὁ πλούσιος χωρὶς παρασίτου εἶναι ὡς μικρὸς κοινὸς ἄνθρωπος.»
Στὴ Ρώμη οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀρκέστηκαν μόνο στὶς πνευματικὲς γελοιότητες. Ἔπρεπε καὶ ὅλη ἡ κατασκευὴ τῶν παρασίτων νὰ εἶναι γελοία. Ἔτσι ἀναζητοῦσαν παραμεμορφωμένους, ἠλίθιους καὶ πυγμαίους μὲ ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγοράζονταν ἀπὸ τοὺς πλούσιους καὶ ἡ τιμὴ τους αὐξανόταν ἀνάλογα μὲ τὴν βλακεία τους. «Μοὶ ἐπώλησαν αὐτὸν δι΄ ἠλίθιον καὶ ἐπλήρωσα 20.000 σεστέρσια. Δός μοι ὀπίσω τὰ χρήματά μου Γαργαλιανέ, αὐτὸς ἔχει νοῦ!»
Παράσιτους γελωτοποιοὺς βλέπουμε σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸν τῶν σημερινῶν χρόνων νὰ λαμβάνουν καὶ πολιτικὰ ἀξιώματα χρησιμοποιούμενοι ψευτιὲς, κολακεῖες καὶ λόγια ποὺ ἔχουν ἀναγάγει στὴν ὀνομαζόμενην «διπλωματία». Εἶναι ἡ μεγάλη ἐποχὴ τῆς δόξης τῶν παρασίτων ποὺ ἡ περιπετειώδης πορεία τους διὰ μέσου τῶν αἰώνων τοὺς ἐξόπλισε μὲ τὰ κατάλληλα ἐφόδια πονηρίας, ἀδηφαγίας καὶ ἀκολασίας, καταστῶντας τους ἰκανοὺς νὰ ὀδηγήσουν ἀκόμη καὶ ἕνα Ἔθνος στὸν ὄλεθρον γιὰ τὴν δική τους ὁλοκλήρωσιν καὶ ἰκανοποίησιν.
Εἶναι δε τόσο ἐξελιγμένον τὸ παρασιτικὸν γονίδιον ἐντός τους, ποὺ ἔπαψαν νὰ θεωροῦν ἐαυτὸν παράσιτον καὶ πρὸς τέρψιν ἰκανοποίησης, ἐλέγχου καὶ ἐπιβολῆς, ἀνακάλυψαν καὶ δημιούργησαν τὸ παράσιτον τοῦ παρασίτου όνομάζοντάς το, MΜE!
Οἱ πληροφορίες γιὰ τὴν ἱστορικὴν ἐξέλιξιν τῶν παρασίτων, πάρθηκαν ἀπὸ ἄρθρο τοῦ κου Π.Π. Οἰκονόμου, εἰς τὸ «Ἡμερολόγιον Σκώκου», τόμ. 3, ἒτ. 1888. xantho.lis.upatras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου