Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Κολοκοτρώνης, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγωνιστής...



   Ἡ κλέφτικη παράδοση τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ τὸ περιπετειῶδες του παρελθὸν, εἶχαν δώσει καὶ ἔδιναν τροφὴ στὴν φαντασία τοῦ πελοποννησιακοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν εἶχε ὑψώσει σὲ θρυλικὸ ἥρωα καὶ τὸν τραγουδοῦσε μὲ ἐνθουσιασμό.

   Πικρὴ καὶ βασανισμένη ἡ πορεία τῆς προεπαναστατικῆς ζωῆς του, ἀλλὰ μεγάλη καὶ βαθύτατη ἡ πείρα του. Τὰ φαράγγια, οἱ πλαγιὲς καὶ οἱ ψηλὲς κορφὲς τῶν βουνῶν, οἱ πηγὲς καὶ τὰ ἀθώρητα μονοπάτια, οἱ ἄνθρωποι, Τοῦρκοι καὶ Ἕλληνες, οἱ κακουχίες, ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ λέρα, τοῦ ἦταν γνωστά.
Τὸ ὅτι ἐπέζησε κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Κλεφτῶν τὸ 1806 μέσα ἀπὸ ἀλλεπάλληλες συμπλοκές, ἐνέδρες καὶ διάφορες παγίδες, ἦταν ἕνα ἀληθινὸ θαῦμα καὶ οἱ Πελοποννήσιοι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα θεοκρατικὴ ἀντίληψη, διέβλεπαν σ΄ὅλα αὐτὰ «τὸν δάκτυλον τοῦ Κυρίου». (Σπηλιάδου, Ἀπομνημονεύματα, σελ. 210)



   Ὅταν ἄρχισε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ ἦταν σχεδόν 52 χρόνων. «Γέρο» τὸν ὀνόμαζαν γιὰ νὰ ἐκφράσουν οἱ Πελοποννήσιοι , ὄχι μόνο τὴν ἐκτίμησή τους γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀρχηγοῦ στὰ πολεμικὰ καὶ τὴ σύνεσή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δείξουν τὴν οἰκειότητα καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ αἰσθάνονταν πρὸς αὐτόν.
Δὲν ἤξερε οὔτε νὰ διαβάζῃ οὔτε νὰ γράφῃ πέρ΄ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Εἶχε σιδερένια ὑγεία καὶ ρωμαλέα σωματικὴ διάπλαση, ποὺ τοῦ ἐπέτρεπαν ν΄ἀντέχῃ καὶ στοὺς πιὸ τραχεῖς κόπους. Τὸ ἀνάστημά του ἦταν ψηλότερο ἀπὸ τὸ μέσο καὶ ἡ φορεσιά του ἀφρόντιστη, ὥστε στὰ μάτια ἑνὸς φιλέλληνα, τοῦ Ἀμερικανοῦ Jarvis, ξένου πρὸς τὶς συνθῆκες ζωῆς ἀνάμεσα σὲ ἄτακτους ἀντάρτες, χωρὶς ὀργανωμένες ὑπηρεσίες, νὰ φαντάζῃ σὰν ἕνας ληστής.

   Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἰσχνὸ καὶ ἡλιοκαμένο, σχεδὸν μαῦρο, τὸ μέτωπό του πλατύ, τὰ φρύδια του «σκεπαστά», τ΄αὐτιά του μεγάλα καὶ τὰ μάτια του, χωμένα μέσα σὲ βαθουλὲς κόγχες, ἔπαιζαν ζωηρὰ καὶ ἀνήσυχα. Τὸ βλέμμα του, ἀλύγιστο, διαπεραστικὸ καὶ σκληρό, ἐπιβαλλόταν ἀπόλυτα. Ἕνα πελώριο μαῦρο μουστάκι ἔβγαινε ἀπὸ τὴ βάση τῆς γαμψῆς μύτης του, ἐνῶ τὰ μακριὰ μαλλιά του ξεχύνονταν ἀπὸ τὸ μικρὸ κόκκινο καλπάκι του ποὺ ἔγερνε πρὸς τὰ πλάγια.
Τὴ μορφὴ του ἀποδίδει πιὸ πιστὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη εἰκόνα, ἕνα σκίτσο ποὺ τοῦ ἔκανε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1821 ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά ὁ Γάλλος φιλέλληνας Olivier Voutier.
Τὸ σκίτσο τοῦ Olivier Voutier

                                                        

   Ἡ ἀρρενωπή του μορφή, μορφὴ πολέμαρχου, εἶχε κάτι τὸ σκληρὸ καὶ τὸ ἄγριο, ἡ φωνή του ἦταν βροντερὴ καὶ ὁ τόνος τῆς ὁμιλίας του κοφτὸς καὶ ἀποφασιστικὸς, ἐπομένως ὑποβλητικὰ πειστικός, οἱ τρόποι του ἀγροῖκοι. Ὁ θυμός του ἦταν φοβερὸς ἀλλὰ σύντομος. «Πρὶν ξεθυμώσῃ ἧταν ἀπότομος, βάρβαρος καὶ προπέτης» γράφει ὁ Τσερτέτης, «ἐμετανοοῦσε ὕστερα, ἀλλὰ ἤθελε νὰ μὴν τὸν νιώσουν ὅτι μετανόησε».
Τὸ πνεῦμα του εἶχε ἐξαιρετικὴ εὐλυγισία καὶ διορατικότητα. Ἄν σ΄αὐτὰ προστεθοῦν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν τόπο του, τὴν Πελοπόννησο, καὶ τὰ ἔμφυτα ἡγετικά του χαρίσματα, τότε ἐρμηνεύεται ἀπόλυτα ἡ γοητεία του στοὺς συμπατριῶτες του.

   Στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα ἐξαίρετη, θαυμαστὴ ἐτοιμότητα πνεύματος καὶ ψυχραιμία καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες ἀκόμη περιστάσεις, ἀκούραστη δραστηριότητα καὶ προθυμία γιὰ τὴ σύνταξη καὶ ἀνασύνταξη τῶν δυνάμεών του, εἶναι τὰ κύρια πνευματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα. Κολοσσιαία ἡ ψυχική του ἀντίδραση στὶς μεγάλες ἀπογοητεύσεις ποὺ δοκιμάζει ἀμέσως ὕστερα ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως. Ἡ πίστη του στὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους, θρεμμένη ἀπὸ φλόγα ἄσβεστη, πρέπει νὰ θεωρηθῇ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα αἴτια τῆς ἐπιβολῆς του στοὺς χωρικούς.
Γνωρίζοντας ἀκόμη πολὺ καλὰ τὶς ἀπαραίτητες πρακτικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν διατήρηση ἑνὸς στρατοῦ μὲ θερμὸ φρόνημα, προσπαθοῦσε πρῶτα ἀπ΄ὅλα νὰ ἐξασφαλίσῃ τροφὲς καὶ πολεμοφόδια καὶ ὕστερα νὰ συγκεντρώνῃ τοὺς ἄνδρες σὲ στρατόπεδα. Ἐπίσης μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερικότητα φρόντιζε νὰ τοὺς προετοιμάζῃ ψυχικὰ στὸ ἀντίκρυσμα τῶν φρικαλεοτήτων καὶ ὠμοτήτων τοῦ πολέμου.




Πολιορκία τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τῶν πέριξ αὐτῆς χωρίων (Πίνακας τοῦ Παναγιώτη Ζωγράφου μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μακρυγιάννη)


Ἀκόμη τοὺς γύμναζε στὴν ὁπλασκία καὶ πολὺ συχνὰ τοὺς ἐμψύχωνε μιλῶντας τους μὲ ἁπλὰ καὶ χτυπητὰ λόγια. Τοὺς προσφωνεῖ μὲ τὸ ὄνομα «Ἕλληνες!» καὶ τοὺς θυμίζει ὅτι εἶναι ἀπόγονοι ἡρώων. Τὸ ὄνομα αὐτὸ νεκρανασταίνεται καὶ ἀντικαθιστᾶ τὸ «Ρωμιοί», ποὺ δὲν τὸ προφέρουν πιά, παρὰ μόνο οἱ Τοῦρκοι. Τὸ «Ἑλληνες!» ἀντηχεῖ τώρα σὲ ὅλα τὰ στρατόπεδα τῆς Πελοποννήσου καὶ οἱ ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων αἰσθάνονται ρίγη ἐθνικῆς περηφάνειας γιὰ τὴν καταγωγή τους.

Δείχνει τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ὀνομάζει Περσιάνους (Πέρσες) θεωρῶντας τοὺς τωρινοὺς ἀγῶνες σὰ μιὰ ἀναβίωση τῶν παλιῶν καὶ δοξασμένων τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας. Κανεὶς ἀσφαλῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη, δὲν συνειδητοποίησε στοὺς Πελοποννησίους τόσο ἔντονα καὶ φυσικὰ συγχρόνως, τὴ μεγάλη καταγωγή τους.

Ἡ εὐγλωτία του ἧταν φυσικὴ καὶ σ΄αὐτὴ ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγούς. Ἦταν ἕνας πρωτόγονος ρήτορας μὲ δυνατὴ φαντασία καὶ ζωντανὴ ἔκφραση καὶ ἄφθαστος στὸν αὐτοσχεδιασμό. Οἱ λόγοι του ἀστροπελέκια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸν οὐρανό, σκόρπιζαν τὸ δέος στὶς ψυχὲς τῶν χωρικῶν· ἦταν λόγια τῆς Ἀποκαλύψεως ποὺ δὲν ξεχνιοῦνταν. Νὰ γιατὶ ἕνας ἀσπρογένης παπὰς τὸ 1844 δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλό του σὲ μερικοὺς ἐπισκέπτες ἕναν τόπο στὸ Σαράβαλι, ἔξω ἀπὸ τὴν Πάτρα, ἔλεγε: «Ἐκεῖ ἔβανε ὁ γέρο Κολοκοτρώνης κάτι λόγους ὁποὺ ἔκαναν τρομάρα». (Ἀπ. Βακαλόπουλου, «Τὰ στρατεύματα τοῦ 1821, σελ. 37-38)




Τὸ μνημεῖο τοῦ Κολοκοτρώνη στὰ Δερβενάκια


   Ξεχωριστὴ θέση πρέπει νὰ πάρουν οἱ μύθοι καὶ οἱ παραβολές του, ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦσε συχνότερα στὶς ἀρχὲς τῆς Ἐπαναστάσεως, ὅταν ἤθελε νὰ γίνει πειστικότερος. Σ΄αὐτὲς πρέπει νὰ συμπεριλάβουμε καὶ τὰ ὄνειρα, ποὺ κάποτε τὰ πίστευε ἢ ἔκανε πὼς τὰ πίστευε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐγκαρδιώσῃ τοὺς στρατιῶτες του.
Ἦταν ὁ μεγάλος παιδαγωγὸς ἐκείνων τῶν παιδιῶν τῆς φύσης, ὁ πραγματικὸς καθοδηγητὴς καὶ ἀρχηγὸς τῶν ἀσύντακτων ἐκείνων ἐπανασταστῶν, στὸν ὁποῖον ἡ φύση εἶχε χαρίσει τὸ μεγάλο δῶρο νὰ μπαίνει στὶς ψυχές τους, νὰ γνωρίζει τὸν τρόπο τῆς σκέψης τους καὶ γενικὰ τὴν ψυχολογία τους. Γι΄αὐτὸ καὶ πολὺ σωστὰ ἒκρινε ὁ ἴδιος, ὅταν ἔλεγε ὅτι ἡ ἐπιρροή του στοὺς Πελοποννησίους χρωστιόταν, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, καὶ στὸ ὅτι γνώριζε καὶ μιλοῦσε τὴν γλώσσα τους.

Χόρευε καλὰ καὶ τραγουδοῦσε νόστιμα τὰ κλέφτικα τραγούδια στὶς διασκεδάσεις, μεθοῦσε καὶ γενικὰ ἔκανε πολλὰ χωρατὰ μὲ τοὺς ἄνδρες του. Ἀλλὰ αὐτὰ δὲν ἀρκοῦσαν πάντοτε, γιὰ νὰ ἐπιβληθῇ στὰ παιδιὰ τῆς φύσης, σὲ ἀνθρώπους ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχαν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας. Ἡ φοβέρα ὡς τὰ πιὸ σκληρὰ τρομοκρατικὰ μέτρα ἔκαναν τοὺς ἄνδρες του νὰ τὸ χωνέψουν ὅτι ὁ ἀρχηγὸς δὲν ἀστειευόταν. Ἦταν ἀμείλικτος γιὰ τοὺς προδότες, τοὺς λιποτάκτες, τοὺς ἀδρανεῖς καὶ τοὺς δίβουλους. «Τσεκούρι καὶ φωτιὰ», κήρυσσε στὰ χωριὰ ποὺ δὲν ἤθελαν ν΄ἀκολουθήσουν τὴ φωνὴ τῆς πατρίδας. Γιὰ τὸν παραδειγματισμὸ τῶν πολεμιστῶν, ποὺ παραμελοῦσαν τὸ καθῆκον τους, ἐπινοοῦσε τὶς ἀνάλογες μὲ τὸ παράπτωμά τους ποινές, ποὺ ἄρχιζαν ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἐπίπληξη καὶ τελείωναν μὲ τὸ θάνατο. Μὲ τὴν ἐπιβολὴ τῶν ποινῶν αὐτῶν, τὰ καθήκοντα τοῦ στρατιώτη γίνονταν μέρα μὲ τὴ μέρα καὶ πιὸ συνειδητά.


Ἦταν ἀμείλικτος γιὰ τοὺς προδότες…

«….[…….]… ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κ΄ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινή ὅπου ἦτον ἀπὸ παλιὰ εἰς τὴν Πάτρα, ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ ντουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26 ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενος Σαγιὰ νὰ τὸν σκοτώσῃ· ὁ Σαγιὰς μοῦ ἐζήτησεν τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα· ἄπιστε διατὶ δὲν τὸν σκοτώνεις ‘ποῦ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφ΄οὗ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης; - Τότε ὁ Σαγιὰς ἔσμιξε μὲ τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος· εἰς τὰ 1828 ἔγειναν παράπονα· ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλι καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο».

   Τοὺς φοβεροὺς ἀγῶνες ποὺ κατέβαλλε ὁ Κολοκοτρώνης, γιὰ νὰ δημιουργήσει στρατό, τὸ καταλαβαίνουμε ἀπὸ τὰ παρακάτω ἐκφραστικὰ λόγια ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματά του:

«Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος ἑλληνικοῦ ἧτον μία τυραννία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγό, καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστή, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν κάθε μέρα καὶ πάλι νὰ ἔρχονται· νὰ βαστάει ἕνα στρατόπεδο μὲ ψέματα, μὲ κολακεῖες, μὲ παραμύθια· νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφίες καὶ πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζει ὁ ἀρχηγός· ἐνῶ εἰς τὴν Εὐρώπην ὁ ἀρχιστράτηγος διατάττει τοὺς στρατηγούς, οἱ στρατηγοὶ τοὺς συνταγματάρχας, οἱ συνταγματάρχαι τοὺς ταγματάρχας καὶ οὕτω καθεξῆς· ἔκανε τὸ σχέδιόν του καὶ ξεμπέρδευε. Νὰ μοῦ δώσει ὁ Βελιγκτών 40.000 στράτευμα τὸ ἐδιοικοῦσα, ἀλλ΄αὐτουνοῦ νὰ τοῦ δώσουν 500 Ἕλληνας δὲν ἠμποροῦσε οὔτε μία ὥρα νὰ τοὺς διοικήσει. Κάθε Ἕλληνας εἶχε τὰ καπρίτσια του, τὸ θεό του, καὶ ἔπρεπε νὰ κάμει κανείς δουλειὰ μὲ αὐτούς, ἄλλον νὰ φοβερίζει, ἄλλον νὰ κολακεύει, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους».

Οἱ μεγάλες ὅμως προσπάθειές του δὲν ἔμειναν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Μέσα σὲ λίγο σχετικὰ χρονικὸ διάστημα εἶχε ὀργανώσει ἕνα μόνιμο καὶ καλὰ συγκροτημένο πυρήνα μὲ 200 διαλεχτοὺς ἄνδρες τῶν βουνῶν καὶ τῶν κάμπων τῆς Καρύταινας. Τὸ σῶμα αὐτὸ, μὲ δική του σημαία, εἶχε ἄλλους κατώτερους ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη καπετάνιους καὶ προκρίτους, ποὺ φρόντιζαν γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν διαταγῶν του, τὴ διεκπεραίωση τῆς ἀλληλογραφίας του, τὴ σύναξη τροφίμων κ.λ. Εἶχε ἀκόμη γιατρούς, τοὺς φροντιστές, τὸν σημαιοφόρο, τοὺς παπάδες, τοὺς σαλπιγκτές, τοὺς τυμπανιστές, τοὺς γραμματικούς, τοὺς διαχειριστές, τοὺς ὑπασπιστές.



Τὰ ὅπλα καὶ ἡ περικεφαλαία τοῦ Κολοκοτρώνη (Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν)



   Τὸ σῶμα του ἀσφαλῶς θὰ ἦταν τὸ πρότυπο καὶ θὰ εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στὴν ὀργάνωση τῶν σωμάτων τῶν ἄλλων Πελοποννησίων ἀρχηγῶν, ἀφοῦ μάλιστα αὐτὸς ἦταν οὐσιαστικὰ ὁ ἀρχιστράτηγος τῶν στρατευμάτων τοῦ κέντρου καὶ ἐπηρέαζε ἀκόμη μὲ τὸ κύρος τοῦ παλιοῦ Κλέφτη καὶ μὲ τὶς συμβουλές του, τὶς γνῶμες καὶ τὶς διαθέσεις τῶν ἄλλων ἀρχηγῶν.
Γι΄αὐτὸ ἡ σχετικὴ τάξη, ποὺ παρατηρήθηκε στὰ ἑλληνικὰ στρατόπεδα γύρω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἀποτέλεσμα τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς πνοῆς τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὁ Reybaud, ποὺ τὰ ἐπισκέφθηκε τὸν Αὔγουστο καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ὡς τὴν ἄλωση τῆς πόλης (23 Σεπτεμβρίου 1821), γράφει πὼς ἡ τάξη τους ἦταν καλύτερη ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου τῆς Πάτρας, ἡ συμφωνία καὶ ὁ συντονισμὸς στὶς ἐπιχειρήσεις μεγαλύτερος καὶ ἡ ὑπηρεσία τοῦ ἐπισιτισμοῦ ἐπιμελέστερη. Ἐπίσης οἱ ἄτακτοι ἦταν πειθαρχικότεροι. Ἀπ΄ὅλους ὅμως ξεχώριζαν τὸν Κολοκοτρώνη γιὰ τὴν αὐστηρότερη πειθαρχία…


Βιβλιογραφία

Βακαλόπουλου, «Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ἡ Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση (1821-1829), Ε΄, Οἱ προϋποθέσεις καὶ οἱ βάσεις της (1813-1822)

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗς ΦΥΛΗΣ ἀπὸ τὰ 1770 ἕως τὰ 1836, ὑπαγόρευσε ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ»


Εἰκόνες


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου